Χθες το απόγευμα έκανα μια καλή πράξη. Δεν ήταν ακριβώς αποτέλεσμα μιας απόφασης. Ήταν μια σύμπτωση. Η σύμπτωση είναι η δικαιολογία όσων δεν βρίσκουν την αιτία. Γύριζα σπίτι. Είχα προσέξει την ηλικιωμένη κυρία, που προχωρούσε τρία βήματα μπροστά μου, μόνο και μόνο επειδή φορούσε ένα καπελάκι από σκούρο πράσινο βελούδο με λευκό βέλο. Θα ήταν υπερβολή να ισχυριστώ ότι την έσωσα. Το επεισόδιο που οδήγησε στη γνωριμία μας έπεσε κυριολεκτικά πάνω μου σαν κεραυνός, ένα μηχανάκι που ήρθε από πίσω και με προσπέρασε. Ένας άντρας με κόκκινη δερμάτινη στολή, περνώντας ξυστά από δίπλα μου, φρενάρισε απότομα μπροστά μου και χωρίς να κατέβει από το μηχανάκι άρπαξε με επιδεξιότητα ασκημένου την τσάντα της ηλικιωμένης κυρίας. Την είδα να παραπατάει. Τον πρόλαβα πριν να βάλει πάλι μπρος. Έδωσα μια τόσο γερή κλωτσιά στο ντεπόζιτο της μηχανής που αυτός έπεσε κάτω κι έτσι του πήρα πίσω το τσαντάκι, που σημειωτέον ήταν στολισμένο με μικροσκοπικά μαργαριτάρια. Δεν επρόκειτο για ανδραγάθημα, ήταν μάλλον μια αντανακλαστική κίνηση. Καθώς βοηθούσα την Ιωσηφίνα να σηκωθεί, ο ληστής πετάχτηκε όρθιος, καβάλησε το μηχανάκι, πάτησε γκάζι κι έγινε καπνός.