Η μονογραφία αυτή καλύπτει, κατά υποδειγματικό τρόπο, ένα σημαντικό κενό στην ελληνική νομική βιβλιογραφία. Η κληρονομική διαδοχή των μοναχών της Ορθόδοξης Εκκλησίας δεν διαφέρει μόνον από την κληρονομική διαδοχή των υπόλοιπων Ελλήνων πολιτών, αφού ο μοναχός κληρονομείται δύο φορές, με την κουρά και με το φυσικό του θάνατο. Διαφέρει προσθέτως και αναλόγως με την εκκλησιαστική δικαιοδοσία, στην οποία υπάγεται ο μοναχός μέσα στην ελληνική επικράτεια, δηλ. είναι διαφορετική η κληρονομική διαδοχή μοναχού που ανήκει στην Εκκλησία της Ελλάδος, στην Εκκλησία της Κρήτης, στο Άγιον Όρος ή εγκαταβιώνει στη Θράκη ή στη Σάμο.
Για το λόγο αυτό, η ύλη του βιβλίου διαιρείται σε δύο μέρη, ανάλογα με το γεωγραφικό και κανονιστικό πεδίο ισχύος των διάφορων νομοθετημάτων. Στο πρώτο μέρος αναλύεται και ερμηνεύεται συστηματικά το βασικό νομοθέτημα για τις περιουσιακές σχέσεις των μοναχών, ο Ν. ΓΥΙΔ΄/1909, η ισχύς του οποίου καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος της ελληνικής επικράτειας. Στο δεύτερο μέρος εξετάζεται διεξοδικώς η κληρονομική διαδοχή των μοναχών στο Άγιο Όρος και στην Κρήτη, καθώς και στη Σάμο και τη Θράκη, όπου και ασκείται κριτική στην κρατούσα άποψη, ότι το βυζαντινορρωμαϊκό δίκαιο εξακολουθεί να εφαρμόζεται στις περιοχές αυτές.
Οι διατάξεις της ειδικής νομοθεσίας της κληρονομικής διαδοχής των μοναχών και ιερομονάχων ερμηνεύονται υπό το πρίσμα των σύγχρονων νομοθετικών και νομολογιακών εξελίξεων, τόσο στο Εκκλησιαστικό και Αστικό Δίκαιο, όσο και στους λοιπούς κλάδους του δικαίου και ταυτόχρονα υπόκεινται στη βάσανο του συνταγματικού ελέγχου.
Είναι προφανής η πρακτική σημασία του έργου αυτού για κάθε νομικό της πράξεως, κάθε δικηγόρο και δικαστή, οι οποίοι έχουν, πολλές φορές τελείως απροετοίμαστοι, να αντιμετωπίσουν τις ιδιαίτερες, πολύπλοκες και δυσερμήνευτες αυτές διατάξεις, ιδίως κατά τον έλεγχο των τίτλων ακινήτων και γενικώς κατά την αντιμετώπιση θεμάτων του περιουσιακού δικαίου.
[Απόσπασμα από κείμενο παρουσίασης εκδότη ή έκδοσης]