`Το κτήνος στράφηκε προς το μέρος της και το βλέμμα του συνάντησε τα μάτια της Βάλερι. Τα μάτια του ήταν άγρια και υπέροχα. Μάτια που κοίταζαν μόνο εκείνην`. Η Βάλερι, η θαρραλέα κοπέλα με την εντυπωσιακή κόκκινη κάπα που της χάρισε η γιαγιά της, νιώθει ένα επίμονο κάλεσμα: Έλα να φύγουμε μαζί... Οι κάτοικοι του χωριού, που από χρόνια ζουν με το φόβο του Λύκου, διψασμένοι για εκδίκηση θα ζητήσουν τη βοήθεια του Σόλομον, ενός διάσημου ιερέα κυνηγού λυκανθρώπων. Εκείνος τους αποκαλύπτει ότι το θρυλικό κτήνος ζει ανάμεσά τους. Την ημέρα παίρνει ανθρώπινη μορφή και τις νύχτες, όταν η σελήνη έχει το χρώμα του αίματος, τριγυρίζει στο δάσος και σκοτώνει. Η Βάλερι αρχίζει να υποπτεύεται ότι αυτό που τη συνδέει με το κτήνος είναι ένας δεσμός τόσο ισχυρός ώστε την καθιστά όχι μόνο ύποπτη αλλά και δόλωμα. Θα μπορούσε το κτήνος να είναι ο Πίτερ, ο μοναχικός και μυστηριώδης νεαρός με τον οποίο είναι ερωτευμένη; Θα μπορούσε να είναι ο γοητευτικός Χένρι, που οι γονείς της τον προορίζουν για άντρα της; Θα μπορούσε...
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]