Βελιγράδι, 1984. Μια γηραιά κυρία θυμάται, προσπαθεί να βρει τις λέξεις για να διηγηθεί τη ζωή της. Νοσταλγική επιστροφή στα τέλη της δεκαετίας του `30... Η Μίλιτσα και ο Ντούσαν θα μπορούσαν να είναι ένα ευτυχισμένο ζευγάρι. Η ζωή τους υπηρετεί πνευματικές αξίες: αυτή είναι καθηγήτρια, αυτός διαπρεπής τεχνοκριτικός. Ο πόλεμος τους απομακρύνει, τους τραυματίζει. Με το τέλος του πολέμου επικρατεί η σύγχυση. Οι "σύντροφοι" κατάσχουν ό,τι συμβόλιζε τη ζωή: τα βιβλία, τους πίνακες, το πιάνο. Η Μίλιτσα, που αντιστάθηκε στους ναζί, δε θα δεχτεί να προσχωρήσει στους κομμουνιστές του Τίτο: η σκληρότητα των νικητών, τα ψέματά τους, η ξύλινη γλώσσα τους την κάνουν να επαναστατεί. Έτσι γίνεται "ανεπιθύμητη". [...]
Στο κείμενο, η μνήμη δουλεύει όπως το πινέλο του ζωγράφου: με αλλεπάλληλες πινελιές προσπαθεί να συλλάβει το φευγαλέο φως του χρόνου. Ίσως είναι μια μάταιη προσπάθεια, αλλά είναι το μόνο που μπορεί να μας θυμίζει ότι, ανεξάρτητα από τη φρίκη του κόσμου, η ύπαρξη έχει μια μυστική σχέση με την ομορφιά.