Η ιστορία του βιασμού έρχεται να αφηγηθεί μια σύνθετη διαπλοκή ανάμεσα στο σώμα, το βλέμμα και την ηθική. Περνώντας από τη σχετική σιγή σε μια θορυβώδη παρουσία, το έγκλημα του βιασμού είναι σήμερα όσο ποτέ άλλοτε παρόν στις αστυνομικές έρευνες, στο δικαστικό ρεπορτάζ, στα άρθρα του τύπου, στις αντιδράσεις της κοινής γνώμης. Η φρίκη άλλαξε περιεχόμενο: η σκοτεινή μορφή των αστυνομικών μυθιστορημάτων, που συνδύαζε το αίμα με τη ληστεία, έδωσε τη θέση της στην περισσότερο ψυχολογική μορφή του διαταραγμένου ατόμου που συνδυάζει αίμα, επιθυμία και σεξουαλικότητα. Το πιο σημαντικό στοιχείο δεν είναι οι αριθμοί, όσο διαφωτιστικοί και αν είναι: πολύ γρήγορα η έρευνα αποκαλύπτει ότι αυτό που πραγματικά υποβάλλεται στην ιστορία είναι τα όρια και η σημασία του εγκλήματος, ο τρόπος που το ορίζουμε και το κρίνουμε. Οι δικαστές των κλασικών χρόνων δεν αποδίδουν πίστη στη μήνυση μιας γυναίκας, παρά μόνο όταν όλα τα υλικά στοιχεία (ορατές σωματικές βλάβες, κλπ.) επιτρέπουν την επιβεβαίωση των ισχυρισμών της. Κατά συνέπεια, η ιστορία του βιασμού είναι ταυτόχρονα η αργή αναγνώριση ότι ένα υποκείμενο μπορεί να είναι «απόν» από τις κινήσεις, που είναι καταδικασμένο να υφίσταται ή να εκτελεί. Μέσα από αυτή τη μακρά διαδρομή, η ιστορία του βιασμού μπορεί να συμβάλει στην ανίχνευση της γένεσης του σύγχρονου υποκειμένου. Η σημασία που αποδίδεται στον προσωπικό πόνο, η επικέντρωση στην κρυφή λεηλασία, στη ρωγμή, στον ψυχικό βασανισμό και φόνο, παίζουν τόσο αποφασιστικό ρόλο, ώστε να μεταβάλλουν την κυρίαρχη εικόνα της εγκληματικότητας.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]