Η επιδίωξη της διάκρισης ήταν πάντοτε ένα χαρακτηριστικό γνώρισμα της ΔΟΚ (Διεθνή Ομοσπονδία Κολύμβησης), είτε στον τομέα του αγωνίσματος, είτε στην ασφάλεια της πισίνας και της υγιεινής είτε στην επικοινωνία. Το 1968, όταν η ΔΟΚ ίδρυσε την Αθλητιατρική Επιτροπή, αυτό έγινε εν μέρει έχοντας την `επικοινωνία` στο νου, έτσι ώστε να παράσχει στους διάφορους αθλητικούς τομείς (κολύμβηση, καταδύσεις, πόλο, συγχρονισμένη κολύμβηση, κολύμβηση μεγάλων αποστάσεων και βετεράνων) την ιατρική και αθλητική εξειδίκευση που χρειάζονταν. Στη συνέχεια ακολούθησε μία σειρά Παγκοσμίων Συνεδρίων Αθλητιατρικής της ΔΟΚ: Λονδίνο, Ηνωμένο Βασίλειο (1969), Δουβλίνο, Ιρλανδία (1971), Βαρκελώνη, Ισπανία (1974), Στοκχόλμη, Σουηδία (1977), Άμστερνταμ, Ολλανδία (1982), Ντούνεντιν, Ν. Ζηλανδία (1985), Ορλάντο, ΗΠΑ (1987), Λονδίνο, Ηνωμένο Βασίλειο (1989), Ρίο ντε Τζανέιρο, Βραζιλία (1991) και Κυότο, Ιαπωνία προσεχώς το 1993.
Τα συνέδρια αυτά έχουν συμβάλλει σημαντικά στη βελτίωση της επικοινωνίας, ωστόσο παρά τη διεξαγωγή τους, έχει παραμείνει ένα κενό μεταξύ της `εξειδικευμένης` γλώσσας των Συνεδρίων και αυτών που κατανοούν τα άτομα που εργάζονται στην πισίνα. Ήταν επομένως φυσικό, η ΔΟΚ να δεχθεί ευπρόσδεκτα την ευκαιρία συνεργασίας με τη Διεθνή Ολυμπιακή Επιτροπή με στόχο την παραγωγή αυτού του εγχειριδίου, το οποίο σχεδιάστηκε ειδικά για να γεφυρώσει αυτό το επικοινωνιακό κενό.
[Απόσπασμα από το κείμενο του προλόγου]