Ο Κωνσταντίνος Σάθας (βλ. αρ. 71 της Βιβλιοθήκης Ιστορικών Μελετών) δημοσίευσε πρώτος τα τέσσερα σημαντικότερα έργα (δύο τραγωδίες, μία κωμωδία και ένα ποιμενικό δράμα) της κρητικής λογοτεχνίας: την Ερωφίλη, τον Ζήνωνα, τον Στάθη και τον Γύπαρι (ή Πανώρια) του Γεωργίου Χορτάτση, από κώδικες της Μαρκιανής Βιβλιοθήκης της Βενετίας (πρώτος ο Σάθας αναφέρει τον όρο ``Κρητικόν θέατρον``). Ωστόσο, η σημασία του βιβλίου δεν περιορίζεται στη δημοσίευση ακέραιου του κειμένου τεσσάρων αριστουργημάτων της κρητικής λογοτεχνίας (1570-1669). Οι κριτικές παρατηρήσεις του ("ψιλαί υποθέσεις") στα εκτενή προλεγόμενά του (σελ. 5-91) είναι καίριες και βαρύτιμες νοηματικά. Ο Σάθας τοποθετεί εδώ ορθά τα ιστορικά πλαίσια του κρητικού θεάτρου, αναγνωρίζει τις καταβολές του στην ιταλική Αναγέννηση (και εντοπίζει τα δυτικά πρότυπα των τεσσάρων τραγωδιών), και το ενσωματώνει αριστοτεχνικά στην νεοελληνική λογοτεχνία. Εμφανείς είναι οι αποχρώσεις και οι επιρροές του ρομαντισμού στην αφήγησή του: η "αληθής ποίησις" μπορούσε να καλλιεργηθεί "υπό μόνου του λαού" (das Volk του Herder) στην "εθνική", δηλαδή τη δημοτική, γλώσσα. Η καλαισθησία των Κρητών απέβαλε, λοιπόν, τη σχολαστικότητα της βυζαντινής παράδοσης και δημιούργησε "τα πρώτα μνημεία του νεώτερου ελληνικού θεάτρου". Τα "διασωθέντα ναυάγια της εθνικής δραματουργίας" συναρμολογούν "το ταλαίπωρον σκάφος της μεσαιωνικής ημών φιλολογίας".