Εγώ,
Γη γενής.
Γυναίκα.
Κι εσύ όρθιος σ` ένα βουνό με πάθη, σπαθιά, ακόντια σκουριασμένα, παλιά πλαστικά, τσιπάκια για πέταμα, πάνω τους χτίζεις το σπίτι σου, με παίρνεις, μου γεννάς παιδιά, μου λές: είδες;
Και δε βλέπω πια τίποτα, μου λες: κοίτα, και μου δείχνεις αίμα, μου λες: άκου, άκου...
Τίποτα δε ζει πια μέσα μου. Τα πήρες όλα.