Έτσι συστήθηκε ο Μανουέλ στη Λάουρα και στον Χούλιο, «ως ένας συγγραφέας με μεγάλο ταλέντο». Εγκαταστάθηκε στο διπλανό διαμέρισμα και σε λίγο καιρό έγινε αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής τους. Η Λάουρα και ο Χούλιο είχαν απομονωθεί από τον κόσμο και επικοινωνούσαν αποκλειστικά μέσω του νέου γείτονα. Δυο χρόνια αργότερα, ο Μανουέλ βυθίστηκε σε κώμα, έπειτα από ένα σοβαρό ατύχημα. Δίχως το συνδετικό αυτόν κρίκο, το ζευγάρι διαλύθηκε. Ο Χούλιο δεν αντιλήφθηκε την αναλογία ανάμεσα στους δυο διαδρόμους του κινηματογραφικού σκηνικού, που ως σκηνογράφος είχε σχεδιάσει, και στη διπλή ζωή που, δίχως να το πάρει είδηση, ζούσε. Όταν η Λάουρα του ζήτησε να φύγει, ο Χούλιο είπε αντίο στην παλιά του ταυτότητα και αναζήτησε τις πικρές του αλήθειες στο σπίτι του Μανουέλ. Άρχισε να φοράει τα ρούχα του φίλου του και να υιοθετεί τις απόψεις και τις συνήθειές του. Καθώς περιφερόταν ανενόχλητος στα μύχια μιας ξένης ύπαρξης, ξέφτιζε αργά και επίπονα το δικό του παρελθόν. Ιδιοποιήθηκε τη ζωή ενός τρίτου, για να διεκδικήσει ξανά τη γυναίκα που αγαπούσε. Ο Χούλιο είχε περάσει στην άλλη πλευρά του καθρέφτη, ψάχνοντας τελικά για μια απάντηση που ποτέ δεν υπήρξε γραμμένη.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]