Ο ρωμαϊκός κόσμος και η λογοτεχνία του καλύπτουν ένα διάστημα από τον 3ο αι. π.Χ. έως τον 5ο αι. μ.Χ.· εντός αυτού του χρονικού πλαισίου διακρίνονται δύο φάσεις ακμής, ο Χρυσός Αιώνας που καλύπτει την περίοδο περί τον Αύγουστο (1ος αιώνας π.Χ. - 1ος αιώνας μ.Χ.) και ο Αργυρός Αιώνας που εκτείνεται πριν και κατά τη διάρκεια της δυναστείας των Αντωνίνων (περί το 100 μ.Χ. και εξής). Και οι δύο περίοδοι ακολουθούν φάσεις εδαφικής επέκτασης και οικονομικής ανάπτυξης του κράτους και σηματοδοτούν αντίστοιχες εποχές ακμής για το σύνολο της ρωμαϊκής κοινωνίας. Στην πρώτη έλαμψαν διανοούμενοι όπως ο Βεργίλιος, ο Οράτιος, ο Τίβουλλος, ο Προπέρτιος, ο Πλαύτος, ο Τερέντιος, ο Λίβιος, ο Σαλλούστιος ή και ο ίδιος ο Ιούλιος Καίσαρ, ενώ στη δεύτερη ο Πλίνιος ο Νεότερος, ο Τάκιτος, ο Ιουβενάλης, ο Απουλήιος κ.ά. Αυτό δεν σημαίνει ότι τα ενδιάμεσα διαστήματα υπήρξαν νεκρά, αλλά ότι σε κείνες τις περιόδους η συγκέντρωση μεγάλων πνευμάτων και κορυφαίων δημιουργημάτων ήταν ασυνήθιστη έτσι ώστε να μιλάμε για κάτι μοναδικό στην ιστορία της λατινικής λογοτεχνίας. Έπειτα από τον Τάκιτο η ρωμαϊκή ιστοριογραφία περιορίστηκε στη βιογραφία και μόνο τον 4ο αι. μ.Χ. με τον Αμμιανό Μαρκελλίνο, Έλληνα που έγραφε στη Λατινική, άνθησε ξανά.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο το `Graecia capta ferum victorem cepit` καθορίζει σε μεγάλο βαθμό την εμφάνιση, την ανάπτυξη και την ακμή της λατινικής λογοτεχνίας της περιόδου αυτής. Ο Πλαύτος, ο Έννιος και άλλοι είχαν συνδέσει τη λογοτεχνία της πατρίδας τους με μορφές και θέματα που ήταν ήδη παγιωμένα στην παράδοση της ελληνικής γραμματείας. Έτσι η ρωμαϊκή λογοτεχνική δημιουργία στο ξεκίνημά της βρέθηκε σχεδόν μέσα σε μία νύχτα κληρονόμος όχι μόνον του πλούτου της ελληνικής λογοτεχνίας αυτής καθ` εαυτήν αλλά επίσης ενός πλούσιου και ιδιαίτερα ανεπτυγμένου συστήματος κριτικής, γραμματικής και ρητορικής θεωρίας και πρακτικής. Η αφομοίωση αυτού του τεράστιου όγκου πνευματικής τροφής ήταν ένα επιβλητικό εγχείρημα που ποτέ δεν επετεύχθη πλήρως, γι` αυτό και δεν είναι βέβαιο εάν υπήρξε ποτέ ένας πραγματικά ενοποιημένος ελληνορωμαϊκός πολιτισμός, ο οποίος, εάν υπήρξε, ήταν βραχύχρονος και πρόσκαιρος. [...]
[Απόσπασμα από το κείμενο της εισαγωγής της έκδοσης]