"Ναι", λέει εκείνος, "οι δικοί μας υποστηρίζουν πως δεν μπορούμε να σταματήσουμε το χρόνο. Τούτοι οι αγριάνθρωποι με το θάμνο στο πάνω χείλι ονομάζονται φίλοι του λαού", λέει ο Μουράτ μπέη, "άντε να βγάλεις άκρη!"
"Τσιράκια των Ρώσων!" ξεστομίζει ο Χαλίντ, αλλά αμέσως σφίγγει τα χείλια του, ο μπαρμπέρης τον ξυρίζει γύρω από το στόμα.
"Θέλω να σου ομολογήσω κάτι, Χαλίντ μπέη, δεν φοβάμαι τόσο τους μπολσεβίκους, μ` αυτούς κάπως θα τα βρούμε. Φοβάμαι ότι θα μας διαβρώσουν τα ξενόφερτα ήθη της Δύσης. Κοίταξε τις γυναίκες μας· όποια φοράει τη μαντίλα, περνιέται για οπισθοδρομική χωριατοπούλα."
"Απ` όσο ξέρω, έχεις μονάχα γιους", παρεμβαίνει ο τύπος από την καρέκλα δίπλα στο παράθυρο, "κι οι γιοι σου έχουν μια κάποια φήμη".
"Τι θες να πεις;" ρωτάει ο μπαρμπέρης.
"Ε, να... δεν έχουν αντίρρηση να ντύνονται οι γυναίκες πιο ελεύθερα."
"Κι εσύ πού το ξέρεις;"
"Παίρνουν μάτι", λέει ο τύπος.
"Οι γιοι μου δεν παίρνουν μάτι", λέει ο μπαρμπέρης, "μάλλον είναι πιο περίεργοι από τους περισσότερους στη γειτονιά. Αυτό δεν είναι έγκλημα, είναι πρόοδος!"
"Οι φίλοι του λαού μιλάνε κι εκείνοι στο όνομα της προόδου", λέει ο Χαλίντ, "δεν πρέπει να έχεις παρτίδες με δαύτους".
Στα βάθη της Ανατολίας, στα μέσα του 20ού αιώνα, ένα κορίτσι, η Λεϊλά, είναι εγκλωβισμένο στον ασφυκτικό κλοιό των προκαταλήψεων, της δεισιδαιμονίας και της θρησκόληπτης σεμνοτυφίας. Ο χειρότερος όμως εφιάλτης της παραμένει ο "άντρας της μητέρας της", ένας βάναυσος και μοχθηρός αγροίκος, που η ίδια αρνείται πεισματικά να τον ονομάσει πατέρα της. Μπροστά στα μάτια μας εκτυλίσσεται η σκληρή ζωή της νεαρής κοπέλας προς την ωριμότητα, τη χειραφέτηση και την τελική λύτρωση.
Ο Φεριντούν Ζαΐμογλου φιλοτεχνεί ένα λεπταίσθητο ψηφιδωτό της τουρκικής επαρχίας αλλά και της Ιστανμπούλ (με αναμνήσεις από τον καιρό που η ελληνική κοινότητα ήταν πολυάνθρωπη), μιας επαρχίας που έχει πολλά κοινά με την ελληνική ύπαιθρο της ίδιας χρονικής περιόδου.