Γεννημένος στη Βενετία, γιος ενός εβραίου τσαγκάρη, ο Λορέντζο Ντα Πόντε, υιοθετημένος από έναν επίσκοπο, πέθανε στη Φιλαδέλφεια το 1839, σε ηλικία 89 ετών, μισό περίπου αιώνα μετά τον Μότσαρτ για τον οποίο είχε γράψει τα λιμπρέτα για τις τρεις ιταλικές του όπερες: «Οι Γάμοι του Φίγκαρο», «Ντον Τζιοβάνι» και «Έτσι κάνουν όλες».
Αββάς, λάτρης του ποδόγυρου, αλλά και οικογενειάρχης προσκολλημένος στη γυναίκα και τα παιδιά του και φίλος του Καζανόβα, είχε, όπως κι εκείνος, εξορισθεί από τη Βενετία. Αν και προστατευόμενος του αυτοκράτορα είχε ωστόσο εκδιωχθεί και από την Αυστρία, πάντοτε για τον ίδιο λόγο: ασωτία. Στο Λονδίνο προσπάθησε να κερδίσει τα προς το ζην σαν παντοπώλης, αλλά αυτό δεν τον εμπόδισε να σχετιστεί με τη Μαντάμ Τυσσώ την εποχή που εκείνη ξεκινούσε τη δημιουργία του μουσείου της και το κέρινο ομοίωμά του ήταν ένα από τα πρώτα της εκθέματα. Κυνηγημένος από τους δανειστές του, υποχρεώθηκε να φύγει για την Αμερική. Εκεί ασχολήθηκε με όλα τα επαγγέλματα: τυπογράφος, δάσκαλος, ξενοδόχος, πατρόνος οίκου ανοχής, πρώτος «νονός» της ιταλικής παροικίας. Καταδικάστηκε ακόμη και για μαστροπεία και φυλακίστηκε. Χωρίς να εγκαταλείψει την ποιητική του καριέρα, δοκίμασε ν` ασχοληθεί με τα αγροτικά. Λαχταρούσε να αναβιώσει τη δόξα του μουσικού θεάτρου. Γι` αυτό προσκάλεσε τη νεαρή Μαλιμπράν και έκανε γνωστές τις όπερες του Μότσαρτ στους «Αμερικανούς».
Έζησε μια ζωή γεμάτη θριάμβους και διώξεις όπου οι απογοητεύσεις διαδέχονταν τα επιτεύγματα -επιτεύγματα που συχνά αμφισβητήθηκαν εξαιτίας της τυχοδιωκτικής συμπεριφοράς του την οποία δεν μπορούσε πάντα να δικαιολογήσει το μεγάλο του ταλέντο.
Ο Λορέντζο ντα Πόντε, άνθρωπος πάνω από τα κοινά μέτρα, ήρωας αυτού του μυθιστορήματος όπου, έστω και αν όλα δεν είναι αλήθεια, τίποτε και ποτέ δεν είναι ψεύτικο, έζησε όλες τις μεγάλες ιστορικές στιγμές της εποχής του: τις τελευταίες αναλαμπές του παλαιού καθεστώτος στη Γηραιά Ήπειρο και τα πρώτα βήματα των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]