(. . .) Ο Ρόι ένιωθε μια πρωτόγονη ανυπομονησία να βγει έξω απ` το Σιπ-αυτή τη στιγμή ένιωθε μια παράλογη αντιπάθεια προς το μέρος αυτό, αλλά, καθώς του άνοιξαν την εξώπορτα, είδε πως χιόνιζε έξω· μεγάλες φτερωτές νιφάδες έπεφταν προς το έδαφος με το πάσο τους στο φως πέρα από τη μαρκίζα. Αμέσως γέμισε με μια διαπεραστική αίσθηση μοναξιάς και παραλίγο ν` αλλάξει γνώμη και να μην πάει σπίτι, να μην πάει σ` εκείνους τους τέσσερις μελαγχολικούς, γνώριμους τοίχους (. . .)
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]