(. . .) Περνάνε οι μέρες κι ο καιρός σαν ο τροχός γυρίζει, μα ο νους δεν λέει να ξεπλαντάξει. Κυκλοθυμικός και φουρτουνιασμένος είναι πνιγμένος στην αντάρα. Ανυπόφορος, απάλευτος και ακοινώνητος. Πώς να βρει το δρόμο για το λιμάνι με τέτοια καταχνιά; Χαράζει ρότα αρμενίζοντας στις φουρτούνες μισοπέλαγα με πλώρη το άγνωστο, ριψοκίνδυνο και μυστηριακό! (. . .)
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]