Άλλοτε αμείλικτη και άλλοτε οπλισμένη με αστείρευτη υπομονή, άλλοτε ευαίσθητη και άλλοτε παγιδευμένη στην πιο θλιβερή απουσία συναισθημάτων, η Όλιβ Κίτεριτζ, συνταξιούχος δασκάλα, κλαίει και οδύρεται για τις κοσμοϊστορικές αλλαγές στην ιδιαίτερη πατρίδα της, τη μικρή πόλη Κρόσμπι του Μέιν, και τον κόσμο ολόκληρο, αλλά αδυνατεί να διακρίνει τις μικρές ή μεγαλύτερες αλλαγές με τις οποίες ο χρόνος σημαδεύει τους ανθρώπους που ζουν πλάι της: μια πιανίστα του τοπικού μπαρ, που την στοιχειώνει το φάντασμα ενός παλιού έρωτα, έναν παλιό μαθητή της αποφασισμένο να βάλει τέλος στη ζωή του, ακόμη και τον ίδιο της τον γιο, μεσήλικα πια, που τυραννιέται από τις εκρήξεις υπερευαισθησίας της, και τον άντρα της, τον Χένρι, που αντιμετωπίζει την πολύχρονη συμβίωσή τους σαν ευχή και κατάρα μαζί. (. . .)
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]