Ο Έκτορας κι οι σύντροφοι φέρνουν την Ανδρομάχη, Την Ανδρομάχη την αυρή, τα φωτοβόλα μάτια. Απ` την Πλακία τη φέρνουνε κι από την άγια Θήβη οπούχει τις πολλές πηγές τις κρουσταλένιες βρύσες. Απ` τ` αλμυρό το πέλαγο τη φέρνουνε με πλοίο μαζί στο πλοίο φέρνουνε και τα καλά της νύφης, χρυσά βραχιόλια κι υφαντά λαμπρά και πορφυρένια, πολλά στολίδιαν ακριβά και πλήθος μπιχλιμπίδια, κι αργυροελεφαντόδετα αμέτρητα ποτήρια που μ` εντολή φορτώθηκαν του αγαπητού πατέρα. Κι έφτασε η διάδοση γοργά στην Τροία και στους φίλους κι ευθύς στους δίφρους ζέψανε τα δυνατά μουλάρια, κι όλοι απάνω ανέβηκαν άντρες, παιδιά, γυναίκες, κι απόκοντα και οι σεμνές καλλίσφυρες παρθένες, και κάπως πιο ξεχωριστά οι κόρες του Πριάμου. Και μύρα ανακατεύτηκαν με διόσμο και λιβάνι κι οι πρώτες Τρωαδίτισσες με δυνατά πνευμόνια τον τοξοβόλο Απόλλωνα καλούσαν το λυράρη, να υμνήσει τους ισόθεους Έκτορα κι Ανδρομάχη.