Όταν το βιβλιοπωλείο Λεόν Βανιέ κυκλοφόρησε τον Απρίλιο του 1884 μια μικρή πλακέτα, μ' έναν προκλητικό τίτλο που προοριζόταν να σταδιοδρομήσει: «Οι καταραμένοι ποιητές», ο συγγραφέας της, Πολ Βερλέν, είναι σαράντα χρόνων. Είναι το πρώτο βιβλίο του σε πρόζα, αλλά είναι και το πρώτο βιβλίο που έβγαλε στον Βανιέ. Ο πρώην κρατούμενος των φυλακών της Μονς έχει ήδη δημοσιεύσει τη Φρόνηση, στο τέλος του 1880, μια ποιητική συλλογή –που έτυχε καλής υποδοχής– κάποιου που μόλις είχε μεταμεληθεί και που πάνω του πλανιέται μια φήμη σκανδαλώδης. Το βιβλιαράκι, τυπωμένο μονάχα σε διακόσια πενήντα τρία αντίτυπα, είναι κοσμημένο με τρία πορτρέτα. Απ' αυτά, του Τριστάν Κορμπιέρ και του Αρτίρ Ρεμπό έχουν αναπαραχθεί από τις φωτογραφίες της Ετιέν Καρζά, ενώ του Στεφάν Μαλαρμέ από τον πίνακα του Εντουάρ Μανέ (1876), που σήμερα βρίσκεται στο Μουσείο του Zeu de Paume. Ένα σύντομο Προοίμιο, με ημερομηνία 25 Φεβρουαρίου 1884, προτάσσεται στα τρία πορτρέτα. Τα τρία αυτά κείμενα δεν ήταν ανέκδοτα. Ο Βερλέν τα είχε παρουσιάσει το 1883 σε μια μικρής κυκλοφορίας εβδομαδιαία επιθεώρηση, τη Lutece: Ο Τριστάν Κορμπιέρ, από τις 24 Αυγούστου ώς τις 28 Σεπτεμβρίου, ο Αρτίρ Ρεμπό, από τις 5 Οκτωβρίου ώς τις 10 Νοεμβρίου, και ο Στεφάν Μαλαρμέ, από τις 17 Νοεμβρίου ώς τις 5 Ιανουαρίου του 1884.
Δεν πρόκειται να βρει κανείς εδώ βιογραφικά σχόλια ή κριτικές απόψεις· είναι πορτρέτα ποιητών καμωμένα από έναν ποιητή που τους αγαπά και παραθέτει διαρκώς αποσπάσματα από το έργο τους.
Το πιο επιμελημένο «πορτρέτο» είναι ασφαλώς αυτό του παλιού φίλου του, του Ρεμπό, για τον οποίο μιλάει με έναν «βαθύτατο θαυμασμό» και τον παρουσιάζει σαν «μεγαλοφυΐα». Είναι ακόμα το πιο πολύτιμο για τις πληροφορίες που περιέχει, ώς τότε άγνωστες, και προπάντων για τα ποιήματα του που δημοσιεύει.
[Απόσπασμα από κείμενο παρουσίασης εκδότη ή έκδοσης]