Έξω απ` το νοσοκομείο τα μεγάφωνα καλούσαν με μεταλλικές φωνές τους συγγενείς. Όλοι όμως το `χαν σκάσει κάτω στους σκοτεινούς δρόμους, ακολουθώντας τις γυναίκες με τ` αφιονισμένα μάτια. Τα σκυλιά γυρίσανε παρέα με τους λύκους. Μέσα στο πάρκο τρέχουν, ψευτοδαγκώνονται, κυλιούνται πάνω στα μυτερά χαλίκια και υψώνουν τις φωνές τους πάνω απ` την πόλη. Στο δρόμο, στο βαθύ σκοτάδι, δυο παιδιά με το στρατιωτικό 3/4 προχωρούν σιγά για να μη χτυπήσουν κανέναν. Λιποτακτούν μέσα στην πίσσα, βυθίζονται και φοβούνται. Μια γυναίκα, ψηλαφώντας, τράβηξε για την οικοδομή. Οι διαβάτες την είδαν και τρέξαν να τη σώσουν. Τρέξαν σιγά-σιγά, δυο, τρεις, μ` αγάπη, με τρυφερή φωνή. Μα σε λίγο ογκώθηκαν... Γίναν πολλοί κι ορμήσανε χοροπηδώντας σαν καλλικάτζαροι, γυμνοί, τριχωτοί, γλοιώδεις - όλο νεύρο. Την άρπαξαν στην αγκαλιά τους κι έτρεξαν ασυγκράτητοι από ορίζοντα σε ορίζοντα, τη σκίσαν, τη διαμέλισαν -κομματάκια σάρκα, ζωντανή, να χοροπηδά- κι άρχισαν με σπασμούς στη μέση να τη βιάζουν πάνω στα χαμηλά βαρέλια της οικοδομής. Από `να κομματάκι σάρκας ματωμένο... Σαν τέλειωσαν, πέταξαν τα κομμάτια χάμω κι έφυγαν. Τα μάτια μόνο έμειναν σκορπισμένα κάτω στο δρόμο. Ζωντανά... Προσπάθησαν να περπατήσουν ανοιγοκλείνοντας τις βλεφαρίδες... Μια δυο σπιθαμές πληγωμένες. Άφηναν πίσω τους μια υγρή κολλώδη γραμμή, γυαλιστερή σαν του σαλίγκαρου. Τα παιδιά με το στρατιωτικό αυτοκίνητο προχωρούσαν σιγά-σιγά. Δεν είδαν τα μάτια. Τα πάτησαν με τα λάστιχα, κι αυτά έσκασαν πάνω στην άσφαλτο μ` ένα μικρό κρότο, σαν κατσαρίδες. Τα παιδιά εξακολουθούσαν να προχωρούν προσεχτικά...
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]