Ένα χωριό πορεύεται, τον τελευταίο αιώνα, με τους θρύλους και τις παραδόσεις του, στο περιθώριο των εξελίξεων. Μια οικογένεια τολμά να ξεχωρίσει από τις υπόλοιπες. Τελευταίος απόγονος ένα παιδί -ο Νίκος-, που αντρώνεται με την παρουσία ενός μισότρελου παππού, την καθοδήγηση ενός σοφού γέροντα και τα προφητικά όνειρα μιας γιαγιάς. Η επαφή του με τους τσιγγάνους σημαδεύει την πορεία της ζωής του. «Τι πα` να πει με τουτ μαγκάβ, παππού;» «Που το άκουσες αυτό, ωρέ διαβολάκο;». Μετά γύρισε και τον σβέρκωσε χαϊδευτικά με τη χερούκλα του. Τον κοίταξε στα μάτια με κατανόηση: «Μόρτη...» είπε σαν να τον ζήλευε. Οι αθώοι καιροί τελειώνουν όμως, κι ένα παλιό κρασί έρχεται να πάρει τη μοίρα στα χέρια του. (...)
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]