Οκτώ «τρελές» ιστορίες προλαβαίνει να διηγηθεί στα «Δύο τρελά ημίχρονα» μια μητέρα που «τρελαίνεται» ακούγοντας από το πρωί ως το βράδυ τους δικούς της να ασχολούνται με το ποδόσφαιρο. Περιγράφοντας διάφορες καταστάσεις με χιούμορ και καλή διάθεση -ανάμεσα στο φρικασέ και τη γραφομηχανή της- σατιρίζει, υπογραμμίζει τις υπερβολές, επινοεί διάφορα είδη πιο ήρεμου ποδοσφαίρου, οραματίζεται και ονειρεύεται. Ονειρεύεται και εύχεται κάτι απλό και καθόλου τρελό: οι φίλαθλοι να πλησιάσουν το παιχνίδι ως ευγενική άμιλλα -όπως ήταν παλαιότερα- και να ψυχαγωγούνται απ’ αυτό μέσα σε πλαίσιο ανθρωπιάς και κοινωνικότητας, και όχι με το φανατισμό που τελικά οδηγεί στη βία.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]