Το μικρό αυτό κείμενο δεν είναι πρόλογος -το οποιοδήποτε, άλλωστε, κείμενο είναι πάντα ένας επίλογος, στον οποίο ο συγγραφέας του προσπαθεί να ανακαλέσει τη μνήμη του δημιουργικού γίγνεσθαι, όπως ο ίδιος το έχει βιώσει πριν να φθάσει σχεδόν αδιάφορος πια, στην πράξη της γραφής. Αλλά και πέρα από την λογοτεχνία, καμμία δημιουργία δεν έχει ανάγκη από πρόλογο, από μόνη της κατοχυρώνει την αυτονομία της όταν θα ολοκληρωθεί ως Λόγος, δηλαδή ως αυτοτελής δυναμική τάξη του Αισθητού: μονάχα στα Ελληνικά το λέγειν εξακολουθεί να διατηρεί την πρωταρχική σημασία του - να οργανώνω σε μια αρμονική συνύπαρξη τις αισθήσεις (γνωστικές και θυμικές) που μου γεννά το πράγμα, ο Κόσμος, σε μια φευγαλέα παρουσία κάποιας από τις άπειρες όψεις του, οι ξένες γλώσσες θα το σεβασθούν και δεν θα το αλλάξουν - logos, όπως και cosmos που το ίδιο περίπου σημαίνει - το ελληνικό αυτό όνομα. Η σύνδεσή του με την λεκτική έκφρασή του θα γίνει αργότερα, χωρίς ωστόσο να χαθεί (στα ελληνικά πάντοτε) τίποτε από την αρχική άλεκτη σημασία του. Είναι νομίζω αυτονόητο, αφού κι ο ίδιος ο λόγος των λέξεων γίνεται Λόγος όταν αρχίζει να λειτουργεί στο επέκεινα της ομιλίας, όταν οι λέξεις θα έχουν πια οριστικά σιγήσει.
Πρέπει να τα πω αυτά για να εξηγήσω την πεποίθησή μου ότι το έργο της Λίτσας Λεμπέση (και δεν θεωρώ καθόλου τυχαίο που και η ίδια είναι ποιήτρια) είναι ένα ώριμο πλάσμα πρωτογενούς, δηλαδή δημιουργικής, λειτουργίας της τέχνης της. Και για να νομιμοποιηθεί (ως αναφαίρετο δικαίωμά της, στον ίδιο βαθμό δημιουργικό - δικαίωμα δεδομένο για κάθε γνωστό δημιουργό) η `χρήση` και του δικού μου λογοτεχνικού ιδιώματος, και την απολύτως θεμιτή φιλοδοξία της να αρθρωθεί όσο γίνεται πληρέστερα μία πολύσημη πολυσημαντική, επάνω σε λεκτικούς και φυσικούς άξονες, που θα αναγάγουν το δικό μου `εντόπιο` λεκτικό ιδίωμα (αν - όπως πιστεύω - ένας συγγραφέας χρίεται δημιουργός λόγου με μοναδικό κριτήριο, που δεν το εννοώ αξιολογικά, μία αυτοφυΐα της ομιλίας του) σε `καθομιλουμένη`, Κοινή Γλώσσα. [...]