Ο θεατρικός λόγος του Πάρι Τακόπουλου είναι τόσο αναγνωρίσιμος και διαφέρων, όσο και το γέλιο του. Στα κείμενά του, είτε ποίηση είναι αυτά, μυθιστόρημα, διήγημα, είτε δοκίμιο - κριτική, υπάρχει ένας διαρκής διάλογος. Δηλαδή είναι όλα θέατρο. Ακόμα και η, λαμβάνουσα διαστάσεις Μεγάλου Ανατολικού, δίτομη προς το παρόν, Κενή Διαθήκη του, το πιο αν-αρχικό, γλωσσο-λογικά και παραλογοτεχνικά, ελληνικό μυθιστόρημα-Ιλισσός, το τόσο ευκόλως κατανοητό όσο και το Finne-gans Wake του Joyce, από τον άλλο ποταμό Liffey, θέατρο είναι και αυτό. Κάτι άλλωστε πολύ - έστω και παρά φύσιν - φυσικό, γιατί οφείλει τη βιβλική του Γένεση στον Προτελευταίο των Μόνικιν, το πρώτο μονόπρακτό του, χωρίς αρχή και τέλος, που παρ` ολίγον η αφορμή του να γίνει η αρχή του τέλους του ίδιου του συγγραφέα. Το θέατρό του έχει ως πράξη τον ανατρεπτικό του λόγο, και τον λόγο ως ανατρεπτική του πράξη, και ανήκει τόσο στο μέλλον όσο και στο παρόν, και γι` αυτό δεν κινδυνεύει να γίνει ανατρέψιμο παρελθόν. Το κοινό που προτιμάει ο συγγραφεύς, και τον προτιμάει, είναι οι νέοι, τους οποίους όχι μόνον δεν κωλύει ελθείν προς αυτόν, αλλά και τους ενθαρρύνει προς κοινόν όφελος. Πιθανότατα γιατί το πάντοτε αεί παίζον θέατρό του δεν γίνεται ποτέ μάθημα. Ο μόνος που μαθαίνει από το έργο του είναι ο ίδιος του ο εαυτός γιατί, αν και συνεχώς ανανεούμενος ως πεσσεύων αιών, ποτέ του δεν διδάσκεται. Το πρόσφατο «κορυφαίο» απο-θεμελίωμα του θεατρικού του έργου είναι το πολύπλαγκτον Με Ζήτησε Κανείς;, από όπου, και πάλι μέσω του χυμώδους φίλτρου του, προφητεύει εκ των υστέρων αλλά και εκ των πρωθυστέρων, ως άλλη γηραιά Μαντάμ Μπλαβάτσκυ, με τη θεοσοφικήν ελπίδα ότι ο ίδιος και το έργο του ίσως τελικά διασωθούν μετά την, οσονούπω επερχομένην και διαδικτυωμένην, Αρμαγεδδών. Παιδός η Βασιληίη.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]