Πώς ήταν δυνατόν το Ολοκαύτωμα να μην επαναφέρει και πάλι στο προσκήνιο το κλασικό φιλοσοφικό ερώτημα του πώς δηλαδή είναι δυνατόν να θεωρήσουμε ότι ο Θεός είναι συγχρόνως αγαθός και παντοδύναμος και όμως το κακό υπάρχει;
Για τον Paul Ricoeur έχει έλθει η στιγμή, το κακό, από κατηγορία της σκέψης να γίνει κατηγορία της πράξης. Όμως, ως κατηγορία της πράξης, το κακό δεν εξορίζει τη σκέψη. Αντιθέτως, αρχίζει πάλι από αυτήν. Πρόκειται όμως για μια σκέψη αλλιώτικη, που δεν αποβλέπει στο να γνωρίσει το αντικείμενό της. Για μια σκέψη που καλείται αντί για λύση να δώσει απάντηση.
Εδώ ο Ricoeur γίνεται κήρυκας μιας στράτευσης εναντίον του κακού. Η στράτευση αυτή είναι τόσο ηθική όσο και πολιτική και έχει στόχο την αφαίρεση του πόνου που προκαλεί ο άνθρωπος στον άνθρωπο. Προσανατολίζεται σε κάτι πολύ πιο πραγματικό αλλά συγχρόνως και αινιγματικό. Διατυπώνει την τόσο αξιοπρόσεκτη αλλά και επικίνδυνη πρόταση: "Ας εξαλείψουμε τον πόνο που επιβάλλεται από τους ανθρώπους στους ανθρώπους και τότε θα δούμε τι θα έχει απομείνει από αυτόν μέσα στον κόσμο. Για να είμαστε ειλικρινείς, δεν το γνωρίζουμε· τόσο πολύ η βία έχει διαποτίσει τον πόνο". Με άλλα λόγια, η στράτευση (εναντίον του κακού) και μόνο θα μας αποκωδικοποιήσει το μήνυμά του.
(από την εισαγωγή του Γιώργου Γρηγορίου)