Ανατροφή
Λείπω
Λείπεις
Λύπη
Οικόσιτο ρήμα.
Το είχε δέσει η μάνα
μ` ένα λουρί από το πόδι μου
για να μου κάνει συντροφιά όταν εκείνη
λύπη.
Ξέρω καλά τους χρόνους του και τις συνήθειές του.
Καμιά φορά,
στο τρίτο πρόσωπο βγάζει τη μάσκα
και απλώνεται
με ήττα.
(Εκτός κι αν κάτι
δεν έμαθα καλά.
Από παιδί.)