Οι σχέσεις μεταξύ Ελλάδας και Γιουγκοσλαβίας μετά τη λήξη του ελληνικού Εμφυλίου Πολέμου διαμορφώθηκαν υπό την επίδραση πολλών και ποικίλων παραγόντων. Αφετηρία για την ανάπτυξή τους ήταν οι μάχες στον Γράμμο και στο Βίτσι, τον Αύγουστο του 1949, που αποτέλεσαν την τελευταία πράξη του δράματος του Εμφυλίου Πολέμου που σπάραζε την Ελλάδα στη διάρκεια της δεκαετίας του 1940. Όσο διαρκούσε ο πόλεμος, οι σχέσεις μεταξύ των κυβερνήσεων των δύο χωρών ήταν τεταμένες, λόγω της βοήθειας που παρείχε το γιουγκοσλαβικό κράτος στους αντάρτες του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας (ΔΣΕ). Ωστόσο, η ρήξη του Τίτο με τον Στάλιν, το καλοκαίρι του 1948, και η ευθυγράμμιση του ΚΚΕ με την αντιγιουγκοσλαβική ρητορική των ανατολικοευρωπαϊκών κομμουνιστικών κομμάτων οδήγησαν στον τερματισμό της βοήθειας που παρείχε το γιουγκοσλαβικό καθεστώς στους Έλληνες αντάρτες. Λίγο πριν το τέλος του Εμφυλίου Πολέμου το Βελιγράδι προχώρησε στο κλείσιμο των ελληνογιουγκοσλαβικών συνόρων, αφού, κατά τη δήλωση του γιουγκοσλάβου αντιπροέδρου και υπουργού Εξωτερικών Έντουαρντ Καρντέλι, η Γιουγκοσλαβία `δεν είχε πλέον φίλους` στην ελληνική επικράτεια.
Η λήξη του Εμφυλίου Πολέμου στην Ελλάδα έθεσε τόσο στην Αθήνα όσο και στο Βελιγράδι το ζήτημα της αμυντικής θωράκισης των δύο κρατών. Τις δύο χώρες ένωνε ο κοινός στόχος που ήταν η προοπτική της υπεράσπισης των εδαφών τους στο ενδεχόμενο εκδήλωσης επίθεσης από την πλευρά των ανατολικοευρωπαϊκών χωρών με ή χωρίς τη βοήθεια της Σοβιετικής Ένωσης. Στην περίπτωση της Ελλάδας, ο Έλληνας πρωθυπουργός συμμεριζόταν την αντίληψη των αμερικανών στρατιωτικών κύκλων ότι `εν αναμονή της διευκρίνισης των γιουγκοσλαβικών προθέσεων, τα βόρεια σύνορα της χώρας παρέμειναν ευπρόσβλητα`. Στο πλαίσιο αυτό, μερικές μόνο ημέρες μετά τη λήξη του Εμφυλίου Πολέμου η ελληνική στρατιωτική ηγεσία είχε ήδη συντάξει ειδικό μνημόνιο το οποίο εξέταζε θετικά τη σύμπηξη μιας στρατιωτικής συμφωνίας μεταξύ Ελλάδας, Γιουγκοσλαβίας και Τουρκίας. Το σχετικό κείμενο, που είχε συντάξει ο υπαρχηγός ΓΕΕΘΑ στρατηγός Στυλιανός Κιτριλάκης, επιδόθηκε από τον Έλληνα υπουργό Εξωτερικών Παναγιώτη Τσαλδάρη στον αμερικανό ομόλογό του, στις 28 Οκτωβρίου 1949.
Η κατάθεση της ελληνικής πρότασης συνέπεσε χρονικά με την εγκατάλειψη του `ηρωικού` χαρακτήρα της γιουγκοσλαβικής εξωτερικής πολιτικής και της προσαρμογής της σε ρεαλιστικότερα πλαίσια. Συμπυκνώνοντας τις αρχές της νέας αυτής πολιτικής, ο Καρντέλι σημείωσε στα τέλη του 1949: `πρόκειται για μία ρεαλιστική πολιτική, η οποία θα λαμβάνει υπόψη της τις συγκεκριμένες συνθήκες και σχέσεις στον σημερινό κόσμο, μια πολιτική η οποία θα `γνωρίζει να εκμεταλλεύεται αυτές τις σχέσεις και τις αντιθέσεις, προκειμένου να εξασφαλίσει την επιβίωση και την περαιτέρω ενίσχυση της Γιουγκοσλαβίας`. Στην περίπτωση της Ελλάδας ειδικότερα, ο Τίτο είχε ήδη από τον Αύγουστο του 1949 ανακοινώσει τη λήψη μέτρων για την εξομάλυνση των σχέσεων με την επίσημη κυβέρνηση της Αθήνας. [...]
[Απόσπασμα από το κείμενο της εισαγωγής της έκδοσης]