Εξαφανίστηκε μέσα στο σκοτεινό και σιωπηλό παλάτι της βασίλισσας. Χάρη στο σκοτάδι που επικρατούσε, έλπιζε ότι θα κατάφερνε να ξεφύγει από τον διώκτη της. Εκείνος όμως ήταν τώρα τόσο κοντά της, που άκουγε τη βραχνή αναπνοή του κάτω από τη μάσκα. Πρόσεξε ένα φως, σίγουρα από την κάμαρα της βασίλισσας κι έτρεξε προς τα κει, σαν πεταλούδα που έλκεται από τη φλόγα. Παρά την προχωρημένη ώρα, είδε να στέκεται όρθια στο βάθος του έντονα φωτισμένου δωματίου, τη Μεγάλη Βασιλική Σύζυγο Χετεφερές. Ρίχτηκε στα πόδια της, ξεσπώντας ταυτόχρονα σε κλάματα. Ο άντρας με τη μάσκα σταμάτησε και έμεινε ακίνητος, λαχανιάζοντας. -Μητέρα, βόγκηξε η Χενούτσεν, ο άνθρωπος αυτός είναι ο δολοφόνος....
Έχοντας σταλεί από τον πατέρα του στη Φοινίκη για ν’ αγοράσει ξυλεία για την κατασκευή των πυραμίδων, ο Χέοπας συναντά εκείνη που θα γίνει η τρίτη σύζυγός του, μια γυναίκα εκπληκτικής ομορφιάς, προορισμένης να κυριαρχήσει στη ζωή του. Στο μεταξύ, μια μακιαβελική συνωμοσία κατά της ζωής του βρίσκεται στα σκαριά. Η Χενούτσεν, η δεύτερη γυναίκα του, προσπαθεί ν’ ανακαλύψει τον δολοφόνο. Η έρευνά της θα την οδηγήσει σε παράξενες περιπέτειες.... Έπειτα από λυσσαλέα μάχη για το θρόνο και έχοντας γίνει βασιλιάς, ο Χέοπας θα αφιερώσει τη βασιλεία του στο μεγάλο έργο της ζωής του: την κατασκευή μιας εκπληκτικής πυραμίδας, μυητικού ναού για τη δόξα του παγκόσμιου θεού.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]