Ο Ίνκα τράβηξε σα μαγεμένος κατά κει. Οι φρουροί τον περιτριγύρισαν καχύποπτοι αλλά εκείνος δεν τους έδωσε σημασία. Καθώς κοίταζε το πτώμα, η ματιά του σκοτείνιασε και πήρε μια έκφραση σα να λαχταρούσε να γίνει γυάλινος ο θώρακας του νεκρού, ώστε να μπορεί να κοιτάξει μέσα του και να ερευνήσει από τι υλικό ήταν φτιαγμένη αυτή η αδιανόητα αλλόκοτη ψυχή. Τον πρόσεξα ότι τον έπνιγε κυριολεκτικά η φρίκη, κι όταν έστρεψε τα μάτια του στους λιγοστούς υπηρέτες που τον είχαν ακολουθήσει, τους είπε με σιγανή, σπασμένη φωνή, δείχνοντας το ασάλευτο σώμα: `Κοιτάχτε, η χρυσή χελώνα πίνει αίμα`.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]