Οι αγάπες φεύγουν. Κι εκείνοι που μένουν πίσω, ανήμποροι να σηκώσουν το βάρος του πόνου, της έλλειψης, της ξαφνικής σιωπής. Ένας κόσμος γεμάτος «ίσως» και «μπορεί», γεμάτος ψεύτικα χαμόγελα... Μια γυναίκα παλεύει να αποδεσμευτεί από το παρελθόν της και να ξορκίσει τους φθινοπωρινούς εφιάλτες που σημάδεψαν τη ζωή της. Η βαριά σκιά του νεκρού συγγραφέα-πατέρα της την καταδιώκει ανελέητα. Η απόφασή της να ζωντανέψει τους «Υπνοβάτες του Σεπτέμβρη», το μυθιστόρημα που δεν πρόλαβε να τελειώσει εκείνος, την οδηγεί σε μια εφιαλτική πάλη ανάμεσα στην παράνοια και στη λογική. Το χρονικό της αναζήτησης του ξένου ονείρου, στα άγνωστα μονοπάτια της σκέψης και της απρόβλεπτης έμπνευσης, τη σπρώχνει στο οριστικό ολοκαύτωμα.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]