Όταν ο διάβολος ιδεί κάποιον να περνάει τη ζωή του με πένθος και κλαυθμό (μετανοίας), δεν υποφέρει να σταθεί εκεί κοντά σ’ αυτόν, επειδή και φοβάται πολύ και καίγεται από την ταπείνωση, που προξενεί το κλάμα, και φεύγει από εκεί γιατί είναι υπερήφανος και πηγαίνει σ’ εκείνον που φαντάζεται τα υψηλά με υπερηφάνεια, και ζητάει να φτάσει εκείνα που δεν είναι στη δύναμή του. . . Με την προσευχή και το πένθος είναι σαν να κρατάς το μεγαλύτερο άρμα μάχης (. . .)
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]