Ένα επιβατικό σαπιοκάραβο μεταφέρει στις αρχές της δεκαετίας του `30 κάθε λογής επιβάτες καθώς περιπλέει τις ακτές της Δυτικής Αφρικής με κατεύθυνση την Ευρώπη: επιβάτες της πρώτης και δεύτερης θέσης - αποικιοκράτες, τυχοδιώκτες, αξιωματικούς, άντρες και γυναίκες σε αναζήτηση φευγαλέων και ευκαιριακών ερώτων, ανθρώπους που δεν τους χαμογέλασε η τύχη στις αποικίες - , αλλά και φορτίο Κινέζων στα αμπάρια. Η ένταση ανεβαίνει μαζί με τη θερμοκρασία. Το 45 υπό σκιάν, γραμμένο σ` ένα πλοίο το 1934, είναι από τα πρώτα μυθιστορήματα που υπέγραψε ο Σιμενόν με το πραγματικό του όνομα, στην αρχή της πλουσιότατης συγγραφικής του πορείας. ``Το πλοίο κοιμόταν. Πλησιάζοντας στην Τενερίφη η άπνοια ήταν πλήρης και η θάλασσα, αρυτίδωτη, ανεβοκατέβαινε σε μεγάλα βουβά κύματα που έρχονταν από μια φουσκοθαλασσιά στα ανοιχτά του Ατλαντικού. Ο λαμπτήρας ήταν σβηστός. Ο αέρας που ερχόταν απ` έξω σκόρπιζε σε όλες τις γωνιές της καμπίνας τις βαριές αναθυμιάσεις του οπίου. Αλλά εκείνο που μετρούσε, ήταν άλλο. Ο Ντοναντιέ, ξαπλωμένος ανάσκελα στην κουκέτα, είχε το βλέμμα του καρφωμένο στον γαλάζιο δίσκο του φινιστρινιού. Ανέπνεε; Είχε σφυγμό; Ζούσε μιαν άλλη ζωή κι όχι τη δική του. Ζούσε δέκα ζωές, εκατό ζωές, ή μάλλον μια πολλαπλή ζωή, εκείνην του πλοίου ολόκληρου. Το σκηνικό το γνώριζε. Δεν ήταν πια νύχτα αφρικανική αλλά μια νύχτα σχεδόν μεσογειακή. Και οι επιβάτες εξάλλου έμειναν ως αργά συζητώντας στο κατάστρωμα του μπαρ. Μισή ώρα αργότερα, ο Ντοναντιέ άκουσε ψιθύρους και συγκρατημένα γελάκια και ήξερε ότι επρόκειτο για την κυρία Μπασσό που αναζητούσε τις σκοτεινές γωνιές του πλοίου παρέα με κάποιον από τους υπολοχαγούς. Μπορούσε να προβλέψει ότι το ζευγάρι θα κατέληγε στο πάνω κατάστρωμα με τις ναυαγοσωστικές λέμβους, γιατί όλα τα ταξίδια μοιάζουν μεταξύ τους, και οι ίδιοι άνθρωποι κάνουν τα ίδια πράγματα στους ίδιους χώρους.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]