«Θυμάσαι τον Λένιν;», «Εσύ τον θυμάσαι;», «Θυμάμαι τα λόγια του ``δώστε σχοινί στον καπιταλισμό να κρεμαστεί μόνος του``. Τον θυμάμαι βλέποντας την ακρίβεια να θεριεύει, τους ανέργους να πληθαίνουν, το πετρέλαιο να τραβά την ανηφόρα. . . Του δίνουν σχοινί για να κρεμαστεί μόνος του. Όπως με τους χαρταετούς μας: Αφήναμε καλούμπα. . . αφήναμε. . . ανέβαιναν. Και ξαφνικά. . . έκαναν μια βουτιά και γκρεμοτσακίζονταν». «Δε δούλευαν με πετρέλαιο οι χαρταετοί μας, αν δεν κάνω λάθος». «Όταν φτάσει το πετρέλαιο στα 100 δολάρια, θα κλείσω το καλοριφέρ, θ` ανοίξω το σεντούκι με τα πουλόβερ, θα ντυθώ καλά και θα κατέβω στην Ομόνοια. (. . .)», «Πάω να φέρω ασπιρίνη. . . Σου χρειάζεται». Θυμήθηκα. . . Χειμώνας του `41. Και τότε δεν υπήρχε ούτε πετρέλαιο, ούτε κάρβουνο, ούτε ψωμί - στρατιά φαντασμάτων οι πεινασμένοι. Μα πριν πεθάνουν, ψήλωσαν το κορμί. Και τα τρομαγμένα ανθρωπάκια έγιναν άνθρωποι. Κι έδωσαν την Αντίσταση. Αυτή τη φορά δεν έπαιξε κανένα ραδιόφωνο. Ε και. . . Στ` αυτιά μου άκουγα: «Στ` άρματα. . . στ` άρματα. . . εμπρός στον αγώνα». «Οι νέοι», γράφει ο Ντριό, «κάνουν την επανάσταση από άγνοια. Οι γέροι από ωριμότητα». Μήπως κι ωρίμασα;
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]