[...] Η περίοδος που μια παλιά πολιτισμένη χώρα περνάει από τη μικροεπιχείρηση στη μεγάλη βιομηχανία, όταν μάλιστα το πέρασμα αυτό επιταχύνεται από τόσο ευνοϊκές συνθήκες, είναι επίσης και περίοδος «στενότητας κατοικίας». Από τη μία, μάζες από εργάτες της υπαίθρου τραβιούνται απότομα στις μεγάλες πόλεις, που αναπτύσσονται σε βιομηχανικά κέντρα. Από την άλλη, η πολεοδομική διαρρύθμιση αυτών των παλιών πόλεων δεν ανταποκρίνεται πια στις συνθήκες της νέας μεγάλης βιομηχανίας ούτε και στις αντίστοιχες μ’ αυτήν συγκοινωνιακές ανάγκες. Πλαταίνουν τους δρόμους και ανοίγουν καινούργιους. Σιδηρόδρομοι περνάνε μέσα από τις πόλεις, κατεδαφίζουν κατά μάζες τις εργατικές κατοικίες. Απ` αυτό προέρχεται η απότομη στενότητα σε κατοικίες για τους εργάτες, καθώς και για τους μικρέμπορους και τους μικροεπαγγελματίες που εξαρτώνται από την εργατική πελατεία. Αυτή η έλλειψη κατοικιών είναι άγνωστη σε πόλεις που από την αρχή δημιουργήθηκαν ως βιομηχανικά κέντρα, όπως στο Μάντσεστερ, στο Λιντζ, στο Μπράντφορντ, στο Μπάρμεν Έλμπερφελντ. Αντίθετα, στο Λονδίνο, στο Παρίσι, στο Βερολίνο, στη Βιέννη παρουσιάστηκε με οξεία μορφή και συνεχίζεται συνήθως ως χρόνια κατάσταση. [...]
[Απόσπασμα από το κείμενο του προλόγου]