Με την είσοδο του νέου αιώνα (2000) η παγκόσμια κοινότητα έχει βρεθεί σε ένα μεταβαλλόμενο, γεμάτο εκπλήξεις, τοπίο. Η ένταση και η έκταση της ενοποίησης των αγορών και των κοινωνιών δεν έχουν ιστορικό προηγούμενο και υπερβαίνουν τις αναμενόμενες `ανατροπές` στην οικονομία, στην κοινωνία, στην πολιτική και στον πολιτισμό, με τρόπο περίπου ανεξέλεγκτο και απρόβλεπτο. Η αμηχανία που γεννά αυτή η ενοποίηση, καλούμενη και παγκοσμιοποίηση, δε φαίνεται να αντισταθμίζεται από την παραγωγή νέων οραμάτων, ιδεολογικών, πολιτικών ή πολιτισμικών προτάσεων. Από το έργο του Adam Smith είναι γνωστό ότι το μέγεθος της αγοράς καθορίζει τη δυνατότητα εξειδίκευσης και επίτευξης οικονομιών κλίμακας και συνεπώς επηρεάζει το επίπεδο ευημερίας κάθε κοινωνίας. Επίσης, γνωστή είναι και η βασική θέση του άλλου μεγάλου οικονομολόγου, του David Ricardo, ότι η ελευθερία του διεθνούς εμπορίου, επιτρέποντας στην κάθε χώρα να εξειδικευτεί σε όποιο τομέα έχει συγκριτικό πλεονέκτημα, προάγει την ευημερία όλων των συναλλασσόμενων χωρών. Έκτοτε έχουν γραφεί πολλά για να στηρίξουν αυτή την κλασική άποψη και η οικονομική ιστορία την έχει ουσιαστικά επιβεβαιώσει ωθούμενη και από την τεχνολογική πρόοδο, η οποία αυξάνει την παραγωγική δυνατότητα και ταυτόχρονα διευκολύνει την επικοινωνία μεταξύ των περιοχών. (. . .)
[Απόσπασμα από το κείμενο του προλόγου]