Ανεμπόδιστη και παιχνιδιάρα πετά η φαντασία του κωμικού ποιητή και πετώντας πλάθει, όταν θέλει, κόσμους παράξενους, που, όσο κι αν κρύβουν στο βάθος τους την ουσία της ζωής, είναι στην εμφάνισή τους, ως σχήμα και ως εικόνα, κόσμοι του ονείρου και της ουτοπίας. Ας φανταστούμε πως με έναν οποιονδήποτε τρόπο, με κάποια πονηριά, οι γυναίκες τα καταφέρνουν να πάρουν στα χέρια τους την κρατική εξουσία και τότε βάζουν δύο νόμους: ο πρώτος λέει «κοινοκτημοσύνη των υλικών αγαθών, κατάθεση των ατομικών περιουσιών στο κράτος, που θ` αναλάβει τη φροντίδα να θρέφει, να ντύνει να στεγάζει όλους τους πολίτες», ο δεύτερος «κοινοκτημοσύνη των γυναικών, με την υποχρέωση όμως των αντρών πρώτα να προσφέρουν τον έρωτά τους στις άσκημες και τις γριές που θα τους τον ζητήσουν, κι έπειτα να βρίσκουν τη χαρά στις νέες και τις ωραίες που οι ίδιοι ποθούν». (...)
Λίγη σάτιρα λοιπόν, λίγη γkρίνια, λίγη νουθεσία και διδαχή, μερικά πειράγματα στα πεταχτά, και πολλή φαντασία, πολλή κωμικότητα, πολύ κέφι και γέλιο. Αλλά και πόσο ξάστερη η ματιά του πολύπειρου ποιητή, που ξέρει την κοινωνία και, ανάμεσα στις κασκαρίκες και τα καραγκιοζιλίκια, ψυχολογεί και χαρακτηρίζει τα πρόσωπα, όταν θέλει και στις σκηνές που ταιριάζει. (...)
[Απόσπασμα από το κείμενο του προλόγου]