Η ΛΕΡΝΑΙΑ ΥΔΡΑ
Νύχτα ξυπνάει από μέσα
και βγάζει έξω τα κεφάλια της
από τις τρύπες του κορμιού μου
προς τα χαράματα της κόβω ένα
που πετάει αφρίζοντας ολόγυρα
μα ο σφαγμένος λαιμός
δικέφαλος την επομένη ξεφυτρώνει
χρόνια τώρα παλεύω
κυκλωμένος από κεφάλια
άλλα κομμένα και άλλα ανέγγιχτα
που με απειλούν επίμονα
έντομα στην εντατική
ξεχνώ ο αδαής να κάψω
κάθε κεφάλι όταν το κόψω
Η ΑΜΙΛΗΤΗ
Όλο και πιο συχνά καθώς περνούν τα χρόνια
γυναίκα με ώριμη ομορφιά με επισκέπτεται
βγάζει το κέντημά της και κεντάει
στα τυφλά ψιλοβελονιά
κοιτώντας με κατάματα χωρίς να μου μιλάει
κάθε φορά που φεύγει λησμονεί το εργόχειρό της
και βλέπω πως ξομπλιάζει λέξεις αντί για παραστάσεις
άγνωστης γλώσσας κι ακατάληπτης
ερευνώ λεξικά συμβουλεύομαι γλωσσομαθείς
αγωνιώ να καταλάβω να αποκρυπτογραφήσω
μάταια μολαταύτα
όταν ξανάρχεται εκλιπαρώ να μου εξηγήσει
πέφτω στα πόδια της την καλοπιάνω
εκείνη βουβή μα ωστόσο
διαισθάνομαι ήχο λαλιάς άλλης
χωρίς φθόγγους και λόγια συμβατά
λαχταρώ να συνεννοηθώ με τη γυναίκα τούτη
να την κάνω δική μου
σιγά σιγά λοιπόν εξοικειώνομαι μαζί της
κι επιστρατεύοντας επιμονή και υπομονή
αργά και βασανιστικά
αφήνω επιτέλους τις χάντρες της φωνής της
γάργαρα να κυλήσουν στο αίμα μου
δίχως ανάγκη να μου μιλάει
δίχως ανάγκη να της μιλώ