`Δοκίμασε να γράψεις ένα μυθιστόρημα για ν` αναμετρήσεις τις δυνάμεις σου`, γράφει ο Σεφέρης στις Μέρες Α` του Σεπτέμβρη του 1925. Άρχισε τις `Έξι Νύχτες` τον ίδιο χρόνο και σταμάτησε το 1928. Στο βιωματικό αυτό μυθιστόρημα η παρέα που πρωταγωνιστεί ανεβαίνει τις Νύχτες της Πανσελήνου στον Ιερό Βράχο. Το βιβλίο μιλάει για ανάγκη για φιλία. Για έρωτα και συνενοχή. Για έρωτα και εξομολόγηση. Για έρωτα λουσμένο στην Πανσέληνο. Με ολόγυρα μια Ελλάδα αφανισμένη, με ανοιχτές ακόμα κατάσαρκα τις πληγές της Μικρασιατικής Καταστροφής και του Εθνικού Διχασμού. Το μυθιστόρημα του Σεφέρη απηχεί καταστάσεις πολύ κοντά στη διαδρομή και στις ανησυχίες του ίδιου και της πραγματικής του παρέας. Προβλήματα προσαρμογής στην Ελλάδα και στην ερωτική ζωτικότητα αγοριών και κοριτσιών που έζησαν στο εξωτερικό την `ξέφρενη δεκαετία του `20` (όπως ο Σεφέρης) και επέστρεψαν σε μια πατρίδα γκρίζα, σε μόνιμη κοινωνική και πολιτική κρίση. Στη φιλμική διασκευή τίποτα δεν έχει διαφοροποιηθεί από την πρώτη ύλη που αποτελεί το πρωτότυπο. Στο οποίο άλλωστε το ενδιαφέρον του για τον κινηματογράφο είναι έκδηλο. Και ακόμα περισσότερο είναι γνωστό το πάθος του για τη φωτογραφία. Δεν τοποθέτησε τυχαία στην προμετωπίδα του βιβλίου του τον στίχο του Δάντη `Μεταχειρίζομαι τους ίσκιους σαν πράγμα στερεό`. Το ίδιο δεν κάνει και ο κινηματογράφος;
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]