«Η βραδιά μοιάζει πια να χάνεται οριστικά. Η επιστροφή στο σπίτι είναι ο επίλογός της. Θέλει να κοιμηθεί απόψε γρήγορα, περισσότερο από κάθε άλλη φορά. Φοβάται να σκεφτεί οτιδήποτε. Η άβυσσος είναι περίεργα κοντά της και κείνη προσπαθεί να κρατηθεί από κάπου να μη γλιστρήσει. Το κορμί της ντυμένο τα τρυφερά ρούχα του ύπνου, χαλαρώνει. Η ψυχή της, όμως, γυμνή μπροστά στα νέα ενδεχόμενα κρυώνει. Σφίγγεται εκεί κουλουριασμένη πάνω στα πουπουλένια της μαξιλάρια και προσπαθεί να θυμηθεί πόσο αγαπάει τον Αλέξη. Θέλει να το κάνει σωσίβιο να πιαστεί από αυτό, να σωθεί από την τρικυμία που έχει σηκωθεί μέσα της. Θα βουλιάξει, το ξέρει, πρέπει να προλάβει, πρέπει αύριο να φύγει οπωσδήποτε, να γλιτώσει. Αν μπορούσε τώρα να τηλεφωνήσει στον Αλέξη, ν` ακούσει τη σίγουρη κι αγαπημένη φωνή του, να νιώσει τη σίγουρη ανάσα του στην άλλη άκρη της γραμμής και να συνέλθει από το παραλήρημά της».
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]