Η ευθύνη των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης για παραβάσεις του κοινοτικού δίκαιου που διαπράττουν τα εθνικά κρατικά όργανα είναι απόρροια της ιδιαίτερης φύσης και της κανονιστικής εμβέλειας της κοινοτικής έννομης τάξης. Η ανάλυση της θεωρητικής θεμελίωσης της ευθύνης του Δημοσίου σε αυτές τις περιπτώσεις είναι καίρια και παρουσιάζει πολύπλευρο επιστημονικό ενδιαφέρον, γιατί αγγίζει τον πυρήνα των σχέσεων των κρατών μελών με το κανονιστικό σύστημα του κοινοτικού δικαίου.
Μέχρι πρότινος, αντικείμενο επιστημονικής συζήτησης και διερεύνησης αποτελούσε η ευθύνη του Δημοσίου λόγω παραβάσεων των διοικητικών και των νομοθετικών οργάνων των κρατών μελών. Μπορεί όμως και αποφάσεις των εθνικών δικαστηρίων, ιδίως των ανωτάτων, να οδηγήσουν στη θεμελίωση αστικής ευθύνης του Δημοσίου, όταν έρχονται σε αντίθεση με επιταγές του κοινοτικού δικαίου; Η καταφατική απάντηση που έδωσε πρόσφατα το ΔΕΚ σε αυτό το ερώτημα δικαιολογεί την ανάγκη για μια διεξοδικότερη προσέγγιση των ιδιαιτεροτήτων της θεωρητικής θεμελίωσης της ευθύνης. Απαιτείται όμως και η αποτίμηση των επιχειρημάτων που διατυπώνονται ενάντια στην επέκταση της αρχής που θεμελίωσε το ΔΕΚ στην περίφημη απόφαση Francovich και στις περιπτώσεις δικαστικών παραβιάσεων του κοινοτικού δικαίου. Στην παρούσα μελέτη επιδιώκεται η κριτική ανάλυση των παραπάνω ζητημάτων και, μέσω αυτής, η διεύρυνση του συναφούς επιστημονικού διαλόγου στον ελληνικό νομικό χώρο.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]