Βρισκόμαστε ὅλοι σὲ μία πνευματικὴ «νιρβάνα», ποὺ εἶναι ἀποτέλεσμα μιᾶς «θεολογικῆς» σκέψεως ἡ ὁποία βασίζεται στὴν κακῶς νοουμένη ἀπόλυτη ἐλευθερία τοῦ προσώπου καὶ τοῦ ἤθους.
Νομίζουμε ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι μόνον Ἀγάπη, ἐνῶ ὅλοι οἱ ἅγιοι καὶ θεοφόροι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας τονίζουν ὅτι εἶναι καὶ δικαιοσύνη.
Νομίζουμε ὅτι οἱ ἁμαρτίες μας εἶναι ἁπλῶς ἀστοχίες καὶ κακὲς στιγμὲς τῆς ζωῆς μας, χωρὶς περαιτέρω πνευματικὲς ἐπιπτώσεις, ἐνῶ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος μᾶς λέγει ὅτι τὰ «ὀψόνια τῆς ἁμαρτίας, θάνατος ἐστί».
Τὴ λέξη «διάβολος» φοβόμαστε νὰ τὴν προφέρουμε, ἐνῶ, ὅπως λέγει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, πρέπει νὰ φέρουμε συνεχῶς τὰ τεχνάσματά του στὴν ἐπιφάνεια, γιατὶ αὐτὸς δουλεύει ὅλο τὸ εἰκοσιτετράωρο, χωρὶς ἀργίες καὶ διακοπές, γιὰ τὸν θένατο τῆς ψυχῆς μας!
Τὰ κηρύγματα περὶ μετανοίας εἶναι σπάνια, γιὰ νὰ μὴν ταράξουμε τὴν ψυχικὴ ἠρεμία τῶν πιστῶν καὶ τοὺς δημιουργήσουμε τύψεις. Ὅλο τὸ Εὐαγγέλιο, ὅμως, συνοψίζεται στὴν λέξη «μετάνοια».
«Ἡ θέληση νὰ νικήσουμε ὁποιοδήποτε πάθος μας εἶναι δῶρο τοῦ Θεοῦ σ` ἐκεῖνον ποὺ μετανοεῖ. Δίχως πίστη καὶ μετάνοια δὲν ὑπάρχει σωτηρία».