Σε μερικές μέρες, συγκινημένη, με λίγα χρήματα στην τσέπη κι ένα ξεφτισμένο βαλιτσάκι, δεμένο με σκοινιά, στο χέρι –ήταν στο τσακ να σκάσει και να πετάξει έξω το περιεχόμενό του–, πήρε ένα λεωφορείο, φίσκα στον κόσμο, για την Τιφλίδα, αποχαιρετώντας τους συγγενείς και το χωριό της – ίσως για πάντα, ποιος ήξερε; Δεν τη φόβιζε όμως το μέλλον, πίσω της άφηνε μόνο φτώχεια και δυστυχία. Στην πρωτεύουσα έμεινε σε κάτι γνωστούς της μερικές μέρες ώσπου να κανονίσει τα χαρτιά της, τη βίζα της, και όλες τις άλλες λεπτομέρειες. Πήγε και στο γραφείο ταξιδίων που έβαζε πούλμαν για τη διαδρομή Τιφλίδα-Θεσσαλονίκη-Αθήνα, όπου τη ρώτησαν πού ήθελε να πάει. «Πού έχει περισσότερους Πόντιους;», ρώτησε εκείνη. «Στη Μακεδονία, στη Θεσσαλονίκη», της αποκρίθηκαν. «Ε, εκεί θα πάω», αποφάσισε, «σ’ αυτή την πόλη».
Λίγο πριν από το 2000, μια ξεριζωμένη πρόσφυγα από τη Γεωργία έρχεται στην Ελλάδα για να βρει καλύτερη τύχη. Γυναίκα δυναμική και από τη φύση της αποφασιστική, αισιόδοξη και εύθυμη, με μια αφέλεια που συνδυάζεται με βαθιά κατανόηση και συμπόνια, έρχεται αντιμέτωπη με ένα σωρό αντιξοότητες: τη φτώχεια, την ασυνεννοησία, την εκμετάλλευση και την αχαριστία, εκ μέρους ξένων ανθρώπων αλλά και των δικών της. Αντίβαρο είναι η ευδιαθεσία της και η αγάπη με την οποία την περιβάλλουν άνθρωποι που πρώτη φορά γνωρίζει. Με τρόπο ρεαλιστικό και ψυχογραφικό, μέσα από ένα πρίσμα κοινωνικής κριτικής και συχνά με ευθυμογραφική διάθεση, ο συγγραφέας προσπαθεί να αγγίξει την ψυχή και να διηγηθεί τη σύντομη ιστορία ενός απόκληρου ανθρώπου, που στέκεται όμως στα πόδια του δίχως να δειλιάζει και που κάμπτεται μόνο μπροστά στην αρρώστια και το θάνατο.