Η ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΝΕΥΡΟΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ Η ΝΟΜΙΚΗ καλούνται πλέον να αντιμετωπίσουν νέες προκλήσεις και να αποδείξουν την διασυνδετική τους συνεργασία, όχι μόνο μέσα στις αίθουσες των δικαστηρίων, αλλά και στην κατάθεση κοινών ερευνητικών προγραμμάτων, στην επεξήγηση και αιτιολογία της παραβατικής και επιθετικής συμπεριφοράς, στην θεραπευτική αντιμετώπιση αυτών που επιδεικνύουν σταθερά και χρόνια βίαιες αντιδράσεις. Η νομοθεραπευτική προσέγγιση και η νευρονομική συμβουλευτική, αποτελούν επιλογή αλλά και υποχρέωση, όλων όσων εμπλέκονται στο χώρο της δικαστικής, προκειμένου να διερευνήσουν την γενετική προδιάθεση του εγκλήματος, να κατανοήσουν την αιτιολογία της επιθετικότητας και να προλάβουν μελλοντικές πράξεις βίας. Το γονίδιο του νόμου συνυπάρχει με το γονίδιο της ηθικής, αλλά και με αυτό της παραβατικότητας. Αποτελεί λοιπόν ελεύθερη και συνειδητή επιλογή η αποκλίνουσα συμπεριφορά, ή το άτομο είναι γενετικά προσανατολισμένο στην επίδειξη βίας και το ρόλο του εκλυτικού αιτίου, αναλαμβάνουν εναλλακτικά οι κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες, ή/και η ψυχολογική κατάσταση του ατόμου;
Πόσο πραγματικά βίαιος είναι ο θύτης, σε ποιο βαθμό έχει ο ίδιος επηρεαστεί από την επιθετική του συμπεριφορά, με ποιο τρόπο βιώνει την δική του τραυματική εμπειρία; Τελικά, ποιον δικάζουμε στο εδώλιο του κατηγορουμένου: μια συνειδητή εγκληματική πράξη, ή μια αλλοιωμένη εγκεφαλική δραστηριότητα; Οι αίθουσες των δικαστηρίων δεν αποτελούν πλέον τον χώρο αντιπαράθεσης μεταξύ των δικαστών, των νομικών και των ειδικών της ψυχικής υγείας, αλλά ένα κοινό στάδιο επιστημονικής συνεργασίας και ανταλλαγής εποικοδομητικών απόψεων. Ο δικαστής είναι πλέον και θεραπευτής, ο νομικός είναι ενήμερος για τα νευροψυχολογικά ερευνητικά πρωτόκολλα και ο νευροψυχολόγος κατανοεί την νομική βάση των ευρημάτων του. Η Νευρονομική στον 21ο αιώνα αποτελεί την επιστημονική πρόκληση για όλους μας, και μας καλεί να δώσουμε απαντήσεις, αλλά και να διερευνήσουμε τα επαγγελματικά και προσωπικά μας όρια.