...Όλα μαζί ήρθανε· και τα σπίτια που καίγανε οι δωσίλογοι με τις μάσκες. Μάσκες... μάσκες... μάσκες. Γέμισε ο κόσμος μάσκες. Και το παιδί, πού είναι το παιδί; Κι ύστερα θυμάμαι που το σκάσαμε από `κείνο το πάρτι μες στη νύχτα, μες στην παγωνιά και στη βροχή· και που απαγορευότανε η κυκλοφορία και που πήγαμε στην παραλία· και χωθήκαμε κάτω από εκείνη την αναποδογυρισμένη βάρκα και κουρνιάσαμε...
Ο αυθεντικός λόγος των προσώπων της αφήγησης πηγάζει από τη μεγάλη θεατρική παιδεία του Άγγελου Αντωνόπουλου και ριζώνει στη βίωση της τραγικής και της κωμικής πλευράς των ανθρώπων. Ο φόνος, η ενοχή, ο εγκλεισμός, ο έρωτας, η απώλεια και ο θάνατος αναδύονται στις διαδρομές της ζωής δύο γυναικών και ενός άντρα, οι οποίοι συναντώνται μες στο κοινωνικό αρχιπέλαγος, καθώς αυτό δονείται από τη βία και τα πάθη μιας ολόκληρης εποχής.