Εισαγωγικό σημείωμα
Ο ιδιοφυής Κύπριος βιολιστής και συνθέτης Φάνος Δυμιώτης (1965-2007) τελείωσε την σύνθεση του Νονέτου για 2 φλάουτα, 2 όμποε, 2 κλαρινέτα, 2 φαγκότα και πιάνο στις 20 Ιανουαρίου του 1986, όντας προπτυχιακός φοιτητής στο Κολέγιο Trinity Hall του Κέιμπριτζ. Πήρε το πτυχίο του τον Ιούνιο του ίδιου έτους (με μία εξαιρετικά σπάνια διπλή ύψιστη διάκριση), και εν συνεχεία παρακολούθησε μεταπτυχιακές σπουδές στην σύνθεση (από τον Σεπτέμβριο 1986 ώς τον Αύγουστο 1987) στο ίδιο το Trinity Hall College, και μετά στο Πανεπιστήμιο Πρίνστον, που το Νοέμβριο του 1995 τού απένειμε διδακτορικό δίπλωμα.
Ο Δυμιώτης αναγνωριζόταν ως αξιόλογος συνθέτης πολύ πριν αρχίσει ειδικές σπουδές στην σύνθεση. Σε μία συνέντευξη που έδωσε στην Λευκωσία το 1997 (Ο Φιλελεύθερος, 29 Ιουνίου), ο Δυμιώτης παρατήρησε πως είχε αλλάξει πολλά ύφη και πως πρόσφατα η μουσική του γινόταν όλο και "πιο προσιτή, δηλαδή εύκολη στο ευρύ κοινό." Στο Νονέτο, η τάση αυτή δεν είναι ακόμη ορατή· η μουσική είναι αποτέλεσμα εκλεπτυσμένων τεχνικών. Το εξέχον χαρακτηριστικό του έργου είναι η μιμητική αντίστιξη. Έχουμε εδώ έναν νέο συνθέτη με ταχύ, οξύ και φωτεινό μυαλό που παίζει, εφαρμόζοντας σε έναν περιορισμένο αριθμό σύντομων μελωδικών μοτίβων, μεγάλο πλούτο μιμητικών αντιστικτικών τεχνασμάτων. Το αποτέλεσμα είναι μουσική ζωηρής ενεργητικότητας και αυστηρής συνοχής.
Η εναρκτήρια φράση του πρώτου κλαρινέτου, χρησιμοποιεί έντεκα από τις νότες της χρωματικής κλίμακας και ενσωματώνει τα βασικά μελωδικά μοτίβα τού έργου, όπως και την αρμονική του υπόσταση. (Δεν πρόκειται για σειραϊκή σύνθεση, αλλά για δάνεια από σειραϊκά έργα του Άλμπαν Μπεργκ.) Τα μοτίβα εξελίσσονται με μεγάλη ποικιλία μιμητικών τεχνικών σε πυκνή διαδοχή ή/και ταυτόχρονα, ανάμεσα στα ζεύγη των πνευστών οργάνων, ανάμεσα στα όργανα κάθε ζεύγους, ανάμεσα στις "φωνές" του πιάνου, και ανάμεσα σε άλλους συνδυασμούς ομαδοποιήσεων (κάποιοι από τους οποίους εμφανίζονται στην οκτάμετρη έκθεση, που καταλήγει σε ένα δυνατό σολ (τη νότα που λείπει από την αρχική "σειρά").
Η πυκνότητα της μιμητικής αντίστιξης ενός περιορισμένου αριθμού σύντομων και ευδιάκριτων μοτίβων παράγει μουσική ρευστή και διάφανη που κινείται γοργά. Η μικρογραφική ποιότητα του μουσικού χρόνου από τον συνδυασμό αυτόν συνειδητοποιείται όταν στα μέτρα 49-53 ένα κορυφωματικό ομοφωνικό σφυροκόπημα στη νότα σολ αναχαιτίζει για μια στιγμή την αντίστιξη. Η αντίστιξη καθορίζει όντως την μορφή του έργου, επιτυγχάνοντας μία σταυροειδή, ή δισδιάστατη, συμμετρία: η αίσθηση της συμμετρίας σε οριζόντιο άξονα δημιουργείται από τις πολυάριθμες μελωδικές αναστροφές, ενώ η απόλυτη συμμετρία σε έναν κάθετο άξονα αναδεικνύεται με την "επανέκθεση" στα μέτρα 148-152, η οποία συνίσταται στα πέντε αρχικά μέτρα του έργου σε ακριβή ανάδρομη κίνηση σε όλα τα όργανα. Ακολουθούν τέσσερα πτωτικά μέτρα, όπου επαναλαμβάνονται οι νότες λα-μι-σολ#, που αποτελούν το πρώτο μοτίβο του έργου και την αρμονική του υπόσταση, και το Νονέτο σβήνει με ένα μακρύ, κρατημένο σολ#.
ΚΑΙΤΗ ΡΩΜΑΝΟY