Ένα πέπλο οµίχλης, αφού κατάπιε λαίµαργα το φεγγαρόφωτο, περιέβαλε το σπίτι και µια φωνή στριγκή και υποχθόνια έκανε τη Χιλιάκριβη να λουφάξει έντροµη στο υπόγειο, αγκαλιάζοντας το µαντίλι της και ελπίζοντας το κακό να περάσει γρήγορα. Μια ψηλόλιγνη µαυροντυµένη γερόντισσα, µε πρόσωπο µοχθηρό κι απόκοσµο, µε νύχια αιχµηρά και δόντια που εξείχαν άγαρµπα απ’ το κοκαλιάρικο στόµα της, φάνηκε να αιωρείται πάνω απ’ τη στέγη.
Η Λάµια στροβιλίστηκε σαν άνεµος γύρω απ’ το σπίτι και το τάραξε συθέµελα.