Σκοπός τῆς ἔκδοσης αὐτῆς εἶναι νά προσδιορίσουμε τά ἀρχέτυπα πού τυπώθηκαν στήν ἑλληνική γλώσσα σέ ὁποιαδήποτε μορφή –αὐτόνομα ἑλληνικά βιβλία καί μονόφυλλα– καί νά ἐξάγουμε συμπεράσματα ἀναφορικά μέ τίς συνθῆκες ἐκτύπωσής τους, τήν ταυτότητά τους καί τό κατά πόσο ἐξυπηρετοῦσαν τό ἑλληνικό κοινό ἤ τή διαμόρφωση τῆς οὑμανιστικῆς παιδείας. Τό πρόγραμμα τῶν οὑμανιστικῶν σχολῶν ἄρχισε νά διαμορφώνεται ἀπό τόν Guarino da Verona, μαθητή τοῦ Ἐμμανουήλ Χρυσολωρᾶ, στή Βενετία, τό 1414. Τό curiculum αὐτῆς τῆς παιδείας ἦταν ἄρρηκτα συνδεδεμένο καί μέ τή ρωμαϊκή λογοτεχνία, ὅπως καί μέ τή λατινική γλώσσα, δηλαδή τό ἐκπαιδευτικό σύστημα εἶχε καθιερωθεῖ τόν 1ο αἰ. π.Χ. Ἡ περιορισμένη γνώση τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας ἀνάμεσα στά μέλη τῆς λόγιας κοινότητας τῆς Ἰταλίας, ὥστε νά σπουδάζουν ἀπό αὐθεντικά χειρόγραφα κείμενα, ὁδήγησε στήν πρωτοβουλία τοῦ πάπα Νικολάου Ε΄ νά ὀργανώσει ἕνα μεταφραστικό πρόγραμμα ἀπό τά ἑλληνικά στά λατινικά. Ἔτσι οἱ στόχοι ἐξάσκησης τῆς ἑλληνικῆς τυπογραφίας ἀποσκοποῦσαν ἀποκλειστικά στή διαμόρφωση ἑνός ἐκπαιδευτικοῦ περιβάλλοντος πού παραπέμπει στή ρωμαϊκή παιδεία, καθώς ἡ μετάφραση δέν μποροῦσε νά ἀποδώσει ἀκριβῶς τό αὐθεντικό κείμενο.
Ἐνδεικτικό στοιχεῖο τῆς εἰκόνας αὐτῆς εἶναι ὅτι ὅλα τά συγγράμματα πού περιλαμβάνονται στίς ἑλληνικές ἀρχέτυπες ἐκδόσεις εἶχαν μεταφραστεῖ καί ἐκδοθεῖ στά λατινικά. Ὅπως τά ἐπικά ἔργα τοῦ Ἡσιόδου, ἡ ποίηση τοῦ Θεόκριτου, πραγματεῖες τοῦ Ἀριστοτέλη καί τοῦ Θεόφραστου. Ἐξαίρεση ἀποτελοῦν τά ἔπη τοῦ Ὁμήρου, ἡ πρώτη ἔκδοση τῶν ὁποίων κυκλοφόρησε στή Φλωρεντία μέ ἐπιμέλεια τοῦ Δημήτριου Χαλκοκονδύλη, τό 1488/89, καθώς δέν ὑπῆρχε λατινιστής ἱκανός νά ἀποδώσει τίς ραψωδίες τοῦ Ὁμήρου στά λατινικά.
Οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες συγγραφεῖς κυρίως, μέ ἐλάχιστες ἐξαιρέσεις πού παραπέμπουν στή βυζαντινή γραμματεία, πού κυκλοφόρησαν στά λατινικά ἀνέρχονται σέ 90 περίπου καί ἀντιπροσωπεύονται ἀπό αὐτοτελεῖς ἐκδόσεις ἤ δοκίμια καί διατριβές ἐνσωματωμένες σέ συλλογικές θεματικές ἐκδόσεις ἤ καί σέ αὐτοτελεῖς ἐκδόσεις Λατίνων συγγραφέων, ὅπως τό Praeexercitamenta τοῦ Ἑρμογένη, πού περιλαμβάνεται στήν ἔκδοση τοῦ Πρισκιανοῦ, Opera.
Τά ἑλληνικά ἀρχέτυπα μποροῦμε νά τά διαχωρίσουμε σέ τρεῖς κυρίως ἑνότητες ὅσον ἀφορᾶ τή συστηματική ἔκδοσή τους ἀπό συγκεκριμένα τυπογραφικά κέντρα. Τό πρῶτο ἀντιπροσωπεύει τή συνέχεια τῆς ἔκδοσης τοῦ πρώτου ἑλληνικοῦ χρονολογημένου βιβλίου, τήν Ἐπιτομὴ τῶν ὀκτὼ τοῦ λόγου μερῶν, τοῦ Κωνσταντίνου Λάσκαρη, πού τυπώθηκε ἀπό τόν Δημήτριο Δαμιλᾶ, στό Μιλάνο, τό 1476. Μέ βάση τά στοιχεῖα πού σχεδίασε ὁ Δαμιλᾶς, χαράκτηκε μιά νέα σειρά, ἡ ὁποία χρησιμοποιήθηκε ἀπό τόν λόγιο-ἐκδότη Bonus Accursius γιά νά ἐξυπηρετήσει τίς ἀνάγκες σέ βιβλιακό ὑλικό τῆς οὑμανιστικῆς σχολῆς πού ἄνοιξε στό Μιλάνο (περ. 1478 ὥς τά τέλη περίπου τοῦ 1481). Σέ αὐτή τήν κίνηση συμμετεῖχε ἐκτός ἀπό τόν Δαμιλᾶ καί ὁ Ἀνδρόνικος Κάλλιστος. Ἀρχαῖα συγγράμματα πού τυπώθηκαν στό πρωτότυπο ἦταν μόνο τά Εἰδύλλια τοῦ Θεοκρίτου, ἐνῶ ὅλα τά ὑπόλοιπα εἶχαν γραμματικό χαρακτήρα, ἦταν λεξικά καί γραμματικές, καί ἐξυπηρετοῦσαν τήν ἐκμάθηση τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας.
Ἡ δεύτερη προσπάθεια ὀργάνωσης ἐκδοτικοῦ-τυπογραφικοῦ οἴκου ἐπικεντρωμένου στήν ἔκδοση ἀποκλειστικά ἑλληνικῶν ἔργων, δηλαδή χωρίς νά συνοδεύεται ἀπό τή λατινική τους μετάφραση, ὀφείλεται στόν ἐκδοτικό ὅραμα τοῦ Ἰανοῦ Λάσκαρη. Ὁ Λάσκαρης ὀργάνωσε τό κέντρο του στή Φλωρεντία καί κυκλοφόρησε ἑλληνικά ἀρχέτυπα ἀπό τό 1494 ὥς τά τέλη τοῦ 1496, τά ὁποῖα τυπώθηκαν μέ στοιχεῖα πού σχεδιάστηκαν μέ βάση τόν γραφικό του χαρακτήρα. Τό πρῶτο βιβλίο πού ἐκδόθηκε, Ἀνθολογία διαφόρων ἐπιγραμμάτων τοῦ Μάξιμου Πλανούδη, τυπώθηκε στό ἐργαστήρι τοῦ Laurentius (Francisci) de Alopa, ἐνῶ οἱ ὑπόλοιπες ἐκδόσεις δέν σφραγίζονται ἀπό τό ὄνομα τοῦ τυπογράφου. Τό ἐκδοτικό πρόγραμμα τοῦ Λάσκαρη εἶχε σαφῶς οὑμανιστικό προσανατολισμό, ὅπως ἀναδεικνύουν οἱ ἐκδόσεις τῆς Ἀνθολογίας (ἡ ἐπιγραμματική ποίηση ὑπῆρξε προσφιλῆς ποιητική φόρμα τῶν οὑμανιστῶν), οἱ Ὕμνοι τοῦ Καλλίμαχου, οἱ Τραγωδίες τοῦ Εὐριπίδη, τά Ἀργοναυτικὰ τοῦ Ἀπολλώνιου τοῦ Ρόδιου, ἡ συλλογή Γνῶμαι τοῦ Μενάνδρου καί οἱ Διάλογοι τοῦ Λουκιανοῦ.
Ἡ τρίτη σπουδαιότερη καί μακροβιότερη προσπάθεια ἦταν τοῦ φιλέλληνα Ἄλδου Μανούτιου καί τῶν Ἑλλήνων συνεργατῶν του, τοῦ Μάρκου Μουσούρου κυρίως, ἀλλά καί τοῦ Ἰουστίνου Δεκάδυου. Ὁ Ἄλδος ὑπῆρξε συνεπής ὡς πρός τά πιστεύω του ἀναφορικά μέ τήν καλλιέργεια τῶν ἑλληνικῶν γραμμάτων, κάτι πού ἐξέφρασε στό Musarum panegyris, γνωστό καί ὡς Epistola ad Catherinam Piam: «Πῶς μπορεῖ κάποιος πού δέν γνωρίζει ἑλληνικά νά μιμηθεῖ τούς Ἕλληνες συγγραφεῖς, πού εἶναι οἱ πλέον καταρτισμένοι σέ κάθε ἐπιστήμη, ἀπό τίς πηγές τῶν ὁποίων, ὅπως ὁμολογεῖται, ἔχει προέλθει σχεδόν ὁτιδήποτε ἀξιόλογο στή λατινική γλώσσα;»
Ὁ Ἄλδος ἐγκαινίασε ἀπό τή Βενετία τήν ἐκδοτική του δραστηριότητα μέ τήν κυκλοφορία ἐντύπων γραμματικοῦ καί λεξικογραφικοῦ χαρακτήρα, ὅπως ἡ Ἐπιτομὴ τοῦ Κ. Λάσκαρη καί τή Γραμματικὴ τοῦΘ. Γαζῆ, τό Λεξικὸ τοῦ J. Crastonus. Στή συνέχεια, καταπιάστηκε μέ τή μνημειώδη ἔκδοση τῶν Ἁπάντων τοῦ Ἀριστοτέλη (1495-1498) καί τοῦ Περὶ φυτῶν ἱστορίας τοῦ Θεοφράστου. Ἀπό τά σπουδαιότερα ἔργα τῆς οὑμανιστικῆς παιδείας πού ἐκπόνησε ὁ Ἄλδος ἦταν οἱ Κωμωδίες τοῦ Ἀριστοφάνη, πού τυπώθηκαν γιά πρώτη φορά τό 1498. Ἀπό τά 22 ἀρχέτυπα πού ἀποδίδονται στόν Ἄλδο, ἔντυπα καί μονόφυλλα, οἱ ἐκδόσεις πού πραγματεύονται ἔργα τῆς ἀρχαίας κυρίως λογοτεχνίας εἶναι δώδεκα, μεταξύ τῶν ὁποίων καί τά Εἰδύλλια τοῦ Θεόκριτου, τά Φαινόμενα τοῦ Ἄρατου, ἡ Σφαῖρα τοῦ Πρόκλου, ἀλλά καί τό Περὶ ὕλης ἰατρικῆς κ.ἄ.
Τέλος, νά τονίσουμε ἐδῶ ὅτι πρός τά τέλη τοῦ 15ου αἰώνα μιά ὁμάδα λογίων, κωδικογράφων καί καλλιγράφων, προερχόμενοι ὅλοι ἀπαραιτήτως ἀπό τήν Κρήτη, ὑπό τόν Νικόλαο Βλαστό, συνέστησαν ἕναν ἰδιόκτητο ἐκδοτικό οἶκο στή Βενετία. Τό ἐγχείρημά τους δέν μακροημέρευσε, ὡστόσο ἐξέδωσαν τέσσερα ἔντυπα βιβλία, ἀπό τά ὡραιότερα δείγματα τῆς ἀρχετυπίας, ὅπως τό Μέγα Ἐτυμολογικόν (1499).
Ἡ ἐφεύρεση τῆς τέχνης τῆς ἀναπαραγωγῆς κειμένων μέ κινητά μεταλλικά στοιχεῖα, πού ὀφείλεται στόν Ἰωάννη Γουτεμβέργιο καί στή συνεργασία του μέ τούς Johann Füst καί Peter Schoeffer, χρονολογεῖται μέ βεβαιότητα πρίν ἀπό τό 1455. Σύμβολο αὐτῆς τῆς νέας τέχνης παραμένει ἡ Βίβλος τῶν 42 γραμμῶν, ἡ ὁποία τυπώθηκε στή Μαγεντία ἀπό τόν τυπογράφο ἤ τούς τυπογράφους πού θέλησαν νά μείνουν ἀνώνυμοι. Μετά τήν πόλη τῆς Μαγεντίας, ὁ Johann Mentelin ἄρχισε νά ἐξασκεῖ τήν τέχνη τοῦ Γουτεμβέργιου στό Στρασβοῦργο καί τύπωσε τή Βίβλο τῶν 49 γραμμῶν τό 1460. Ὁ Mentelin εἶναι ὁ πρῶτος ὁ ὁποῖος θά τυπώσει μεταφραστικό πόνημα πού ὁλοκληρώθηκε στήν Κουρία τοῦ πάπα Νικόλαου Ε΄ γύρω στό 1450. Πρόκειται γιά ὁμιλίες τοῦ Ἰωάννη τοῦ Χρυσοστόμου στήν ἀπόδοση τοῦ Γεώργιου Τραπεζούντιου: Homiliae super Matthaeum, ὄχι μετά τό 1466.
Τά θέματα πού ἅπτονται τῆς ἐξάσκησης τῆς τυπογραφίας στόν εὐρωπαϊκό χῶρο, ὅπως ὁ ἀριθμός τῶν ἀχρονολόγητων ἐκδόσεων, τό περίπλοκο συχνά ζήτημα τῶν τυπογραφικῶν στοιχείων, τό θέμα τῶν ὑδατοσήμων καί πολλά ἄλλα ἔχουν ἀποτελέσει ἀντικείμενο ἔρευνας ἤδη ἀπό τίς ἀρχές τοῦ 18ου αἰώνα, χωρίς ὡστόσο νά ἔχει δοθεῖ πειστική ἀπάντηση σέ ὅλα τά ἐρωτήματα. Ἐδῶ μᾶς ἐνδιαφέρει νά ἐπισήμανουμε μόνο τίς ἀπαρχές συγκρότησης καί λειτουργίας οὑμανιστικῶν τυπογραφείων καί τήν ἐπίδρασή τους στό λόγιο κοινό τῆς Ἰταλίας καί τοῦ Βορρᾶ.
Τό πρῶτο ἐκδοτικό ἐγχείρημα μέ καθαρά οὑμανιστικό χαρακτήρα εἶναι τοῦ Johannes Andreae de Bussi, πού πραγματοποίησε τό ὅραμά του μέσῳ τῶν δύο Γερμανῶν πρωτοτυπογράφων Arnold Pannartz καί Konrad Sweynheim, στή Ρώμη. Τό χρονικό τους χρονολογεῖται ἀπό τό 1467 ὥς τό 1473, ἔχοντας νά ἐπιδείξουν ἕνα σῶμα 48 (ἴσως και 52) ἐντύπων. Δέν τυπώθηκε κανένα ἑλληνικό βιβλίο ἀπό τό ἐκδοτικό κέντρο τοῦ de Bussi, πρωτοτύπησαν ὅμως στήν ἐκτύπωση ἑνός αὐτοτελοῦς μονόφυλλου στά ἑλληνικά, ἀπόσπασμα ἀπό τόν διάλογο τοῦ Πλάτωνα, Γοργίας. Τό ἐκδοτικό κέντρο τοῦ de Bussi πλαισίωσαν ὁ Θεόδωρος Γαζῆς καί ὁ πολύς καρδινάλιος Βησσαρίωνας, καί πολλά εἶναι τά συγγράμματα τῆς ἑλληνο-ρωμαϊκῆς λογοτεχνίας πού κυκλοφόρησαν, ὅπως ἡ Γεωγραφία τοῦ Στράβωνα, οἱ Ἐπιστολὲς τοῦ Κικέρωνα πρός τόν Ἀττικό καί τό συμφιλιωτικό πόνημα τοῦ Βησσαρίωνα ἀναφορικά μέ τή διαμάχη τῶν ὁπαδῶν τοῦ Πλάτωνα καί τοῦ Ἀριστοτέλη ὡς πρός τό πρωτεῖο τοῦ φιλοσόφου: In calumniatorem Platonis.
Μολονότι ἡ ἔκδοση οὑμανιστικῶν κειμένων (= ἔργων τῆς ἑλληνο-ρωμαϊκῆς λογοτεχνίας) ἦταν ἀσήμαντη στόν ἐκδοτικό χάρτη τῆς Γαλλίας, συγκρινόμενος μέ αὐτόν τῆς Ἰταλίας, ἐμπνευστής τῆς εἰσαγωγῆς τῆς τυπογραφικῆς τέχνης στή Γαλλία ἦταν ἕνας οὑμανιστής στό Παρίσι: ὁ δεινός ρήτορας καί λατινιστής, ἀλλά καί ὁπαδόςτῶν ἰδεῶν τοῦ Πλάτωνα Guillaume Fichet, πού ἀνακηρύχθηκε πρύτανης τῆς Σορβόννης τό 1468 καί ὀργάνωσε στό ὑπόγειο τοῦ πανεπιστημίου τό πρῶτο τυπουργεῖο τῆς Γαλλίας. Ὁ Fichet, σέ συνεργασία μέ τόν Johann Heymlin (de Lapide), προσέλαβε τρεῖς Γερμανούς τυπογράφους, τούς Urlich Gering, Martin Grantz καί Michael Friburger, οἱ ὁποῖοι δραστηριοποιήθηκαν ἀπό τό 1470 περίπου.
Οἱ πρῶτες ἐκδόσεις τοῦ νεοσύστατου τυπουργείου κυκλοφόρησαν ἀχρονολόγητες, ὅπως τοῦ Κικέρωνα, Quaestiones Tusculanae. Ἀνάμεσα στίς ἐκδόσεις τοῦ Fichet περιλαμβάνονται καί οἱ Ἐπιστολὲς τοῦ καρδινάλιου Βησσαρίωνα, Epistolae et orationes, γύρω στό 1471, πού ἀπευθύνονταν παραινετικά πρός τούς ἡγεμόνες τῆς Εὐρώπης, ὥστε νά μήν ἀδιαφορήσουν ἀπέναντι στήν τουρκική ἐπεκτατική πολιτική. Τέλος, νά ἐπισημάνουμε ἐδῶ ὅτι ἡ ἀναβολή τῆς ἔκδοσης στό τυπογραφεῖο τῆς Σορβόννης, Ἔλεγχοι τῶν κατὰ Πλάτωνος βλασφημιῶν τοῦ Βησσαρίωνα, ὀφείλεται ἀποκλειστικά στόν Ἕλληνα καρδινάλιο.
Τό βυζαντινό λόγιο στοιχεῖο εἶναι στήν πρώτη γραμμή τῆς οὑμανιστικῆς κίνησης, ὡς συνέχεια τῆς ἔκκλησης τοῦ Πετράρχη πρός τόν Δυτικό Κόσμο νά ἀναγνώσει τά φιλοσοφικά συγγράμματα τοῦ «philosophorum princeps», δηλαδή τοῦ Θείου Πλάτωνα.
Κ. Σπ. Σταϊκος