Στην όχθη ενός ήρεμου ποταμού κείται ένα μικρό, αρχαίο χωριό. Κι υπάρχουν τόσο πολλά χωριά σαν κι αυτό, χαμένα στην αχανή Σιβηρία - ξύλινα σπίτια, μαυρισμένα από το χρόνο, ετοιμόρροποι φράχτες εδώ κι εκεί, χαμηλόκλαδα δέντρα κάτω από τα παράθυρα και κατά μήκος του δρόμου, το ήσυχο και αμίλητο δάσος... Θα `λεγε κανείς πώς δεν υπάρχει τίποτα να ξεχωρίζει αυτό το χωριό από τα` άλλα. Το φωτίζουν όμως σαν λαμπρός ήλιος οι δυο εκκλησιές του Θεού, με τους δυο θόλους τους να εκτείνονται προς τον ουρανό. Κάτω από τις καμάρες τους έχουν ακουστεί τόσοι προσευχητικοί αναστεναγμοί, έχουν χυθεί τόσο δάκρυα πόνου και ανακούφισης, τόσες θλίψεις και απογνώσεις έχουν αντιστραφεί σε παρηγοριά και ήρεμη χαρά. Όλοι εδώ δέχονται ειρήνη και θεραπεία στην εποχή μας, όπως γινόταν και στους προηγούμενους αιώνες. Αυτό είναι το χωριό Μερκούσινο, όπου βρίσκεται και το μετόχι της γυναικείας μονής Αλέξανδρο- Νέφσκυ Νόβο-Τιχβίνσκυ. Είναι ακριβώς ο άγιος αυτός τόπος που τρεις αιώνες νωρίτερα έγινε μάρτυρας των αγώνων και της αγίας ζωής του νέου αγίου Συμεών του Βερχοτουρί, του θαυματουργού της Σιβηρίας.