Στoν παρόντα τόμο δημοσιεύονται τρία σημαντικά αρχειακά τεκμήρια για την ιστορία της Κέρκυρας, τα οποία αφορούν το πρώτο μισό του 17ου αιώνα, περίοδο ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα για το νησί, έπειτα από τις καταστροφές που είχε υποστεί τα προηγούμενα, με τις δύο τουρκικές πολιορκίες το 1537 και το 1571, αλλά και τις καθοριστικές αλλαγές που επέφεραν λίγο αργότερα στον αστικό και περιαστικό χώρο η κατασκευή του νέου φρουρίου και η τείχιση της πόλης. Πρόκειται για την απογραφή των ναών και μονών που διενεργήθηκε τον Ιούλιο του 1635, τον κατάλογο ναών της Βόρειας και Μέσης Κέρκυρας, που συντάχθηκε λίγο νωρίτερα, και τον κατάλογο των ιερέων και ιερομονάχων που όφειλαν να ανοίξουν ληξιαρχικά βιβλία, ο οποίος συντάχθηκε τον Ιανουάριο του 1632.
Η απογραφή των ναών και των μονών της Κέρκυρας του 1635, μέρος της τεράστιας απογραφικής προσπάθειας που έλαβε χώρα στον βενετοκρατούμενο ελληνικό χώρο το διάστημα 1635-1638, δεν είναι άγνωστη πηγή για την εκκλησιαστική και την οικονομική ιστορία του νησιού. Δεν θα μπορούσε άλλωστε να μην είχε τύχει της προσοχής, αφού ήδη από το 1968 ο σχετικός φάκελος της αρχειακής σειράς του Κρατικού Αρχείου της Βενετίας είχε επισημανθεί και είχε εκδοθεί τμήμα της απογραφής που αφορούσε την Κρήτη από τη Μαρία Χαιρέτη. Το περιεχόμενο της απογραφής έτυχε επεξεργασίας στο πλαίσιο της διδακτορικής διατριβής του πρώτου από τους υπογράφοντες τον τόμο, ως προς τον αριθμό των εκκλησιαστικών καθιδρυμάτων, το ιδιοκτησιακό καθεστώς τους, την ένταξή τους στο ενοριακό πλέγμα του νησιού, εκκρεμούσε όμως η σχολιασμένη έκδοσή της.
Οι δύο κατάλογοι, οι οποίοι πλαισιώνουν εδώ το κείμενο της απογραφής, ήταν έως σήμερα άγνωστοι στην ιστορική έρευνα και εντελώς αναξιοποίητοι. Παρέχουν εξαιρετικής σημασίας τεκμηριωτικό υλικό για την περίοδο στην οποία αναφέρονται, αφού ο πρώτος συμπληρώνει εν μέρει τα κενά και τις ελλείψεις της απογραφής, και ο δεύτερος, των κληρικών, συνδυαζόμενος με τα δεδομένα της απογραφής και με τον κατάλογο των ιερέων της εξοχής που προήλθε από την απογραφή του πληθυσμού του 1632-34 , συμβάλλει στη σκιαγράφηση της εικόνας του κλήρου στο κρίσιμο διάστημα της δεκαετίας 1631-1641, περίοδο που σηματοδοτείται από τη δημοσίευση του διατάγματος του γενικού προβλεπτή Antonio Pisani της 25ης Μαΐου 1631, για τις χειροτονίες των ορθόδοξων κληρικών, και από την επικύρωσή του το 1641 από τη βενετική Γερουσία, έπειτα από σχετικό αίτημα της κερκυραϊκής Κοινότητας.
Τα τρία αρχειακά τεκμήρια εκδίδονται διπλωματικά, με εκτενή και σχολιασμό ανά δήλωση ή εγγραφή. Της έκδοσης των αρχειακών πηγών προτάσσεται Εισαγωγή, χωρισμένη σε τέσσερεις ενότητες. Στην πρώτη παρουσιάζεται το αρχειακό υλικό και εξετάζονται ζητήματα που αφορούν στη διαδικασία διενέργειας της απογραφής, στον γεωγραφικό της ορίζοντα, στους δηλούντες και στα δηλούμενα, στη χρησιμοποιούμενη ορολογία. Στην ίδια θέση εξετάζονται επίσης όλα εκείνα τα ζητήματα που αφορούν στην προέλευση και τη χρονολόγηση των δύο άλλων τεκμηρίων. Στη δεύτερη ενότητα δίνονται τα στοιχεία του πλήθους των ναών και μονών και επιχειρείται η προσέγγιση του πραγματικού τους αριθμού στο νησί κατά την εξεταζόμενη περίοδο. Επίσης παρουσιάζονται επεξεργασμένα τα διαθέσιμα στοιχεία ως προς την ιδιοκτησιακή κατάσταση των ναών και τη λειτουργική τους χρήση. Στην τρίτη ενότητα παρουσιάζονται τα οικονομικά στοιχεία των ναών και επιχειρείται η ένταξη των νέων στοιχείων στον βασικό καμβά που παρέχει η υπάρχουσα βιβλιογραφία. Στο τέταρτη, τέλος, ενότητα επεξηγούνται οι μεθοδολογικές αρχές που τηρήθηκαν κατά την επεξεργασία του υλικού και εφαρμόστηκαν στην έκδοση των κειμένων. Στο παράρτημα του τόμου δημοσιεύονται τέσσερεις πίνακες με επεξεργασμένα τα στοιχεία των πηγών.