Το Συνέδριο ανέδειξε με ενάργεια ότι δεν υφίσταται Κράτος Δικαίου, όταν σε μία Πολιτεία η Κοινωνία λειτουργεί χωρίς Δικαιοσύνη, αλλά και όταν η Δικαιοσύνη δεν είναι ταγμένη στην υπηρεσία του Κοινωνικού συνόλου και, κατ’ επέκταση, στην υπηρεσία του δημοσίου συμφέροντος. Το δικαστικό σύστημα, απομονωμένο από τα προβλήματα της κοινωνίας και του ανθρώπου, νοηματοδοτείται και λειτουργεί αρνητικά, με αποτέλεσμα, αντί να προστατεύει την ελευθερία και την ουσιαστική δικαιοσύνη, να τις θέτει σε κίνδυνο. Η δικαστική εξουσία νομιμοποιείται, όταν η δικαιοσύνη απονέμεται αποτελεσματικά από προσωπικά και λειτουργικά ανεξάρτητους δικαστές, σε εύλογο χρόνο, μέσω αποφάσεων αιτιολογημένων, ευσύνοπτων και πειστικών ακόμη και σε ανθρώπους που δεν διαθέτουν εξειδικευμένες νομικές γνώσεις. Η Δικαιοσύνη πρέπει να διέπεται από τις αρχές της αμεροληψίας, της διαφάνειας, της ασφάλειας δικαίου και της λογοδοσίας· οφείλει να ορθοτομεί και να μην επιδιώκει να γίνεται αρεστή σε δεδομένο ακροατήριο, είτε στους κυβερνώντες είτε στο πλήθος· κατ’ αυτό τον τρόπο, ενισχύεται η εμπιστοσύνη της Κοινωνίας προς αυτήν.
Οι δικαστικές αποφάσεις, ως μη ανήκουσες ούτε στο δικαστήριο που τις εξέδωσε ούτε στους διαδίκους που τις προκάλεσαν, αλλά σε ολόκληρη την χώρα, πρέπει να είναι προσβάσιμες στο κοινό, αφού έχουν, προηγουμένως, καταλλήλως ανωνυμοποιηθεί, είναι δε επιδεκτικές κριτικής, αρκεί αυτή να μη γίνεται κατά τρόπο απονομιμοποιητικό του όλου δικαστικού συστήματος. Περαιτέρω, οι δικαστικοί λειτουργοί, ενόψει του σημαντικού τους ρόλου, πρέπει να εκφράζονται με ιδιαίτερη αυτοσυγκράτηση, τόσο κατά την εκπλήρωση των καθηκόντων τους όσο και στην ιδιωτική τους ζωή, θα είχε δε καθοδηγητική συμβολή σε τούτο η θέσπιση Κώδικα Κανόνων Δεοντολογίας. Επίσης, ο δεσμός της Δικαιοσύνης με την Κοινωνία ενισχύεται, όταν υφίσταται έγκαιρη και έγκυρη επικοινωνία της Δικαιοσύνης με το ευρύ κοινό, η οποία προϋποθέτει αφενός μεν θέσπιση οργανωμένου θεσμικού πλαισίου ενημέρωσης, αφετέρου δε εφαρμογή των αρχών της δημοσιογραφικής δεοντολογίας.