Ο έφηβος τη ρώτησε, αυτήν που δεν είχε κλείσει ακόμα τα σαράντα και παρέμενε η ωραία του χωριού και εν ανάγκη και της πόλης, γιατί δεν είχε προβάλει με κάποιον τρόπο, όχι, με τον δικό της τρόπο, αντίσταση στο Ράιχ των εγκληματιών. Αυτό διατυπώθηκε σαν ερώτηση, ήταν όμως ψόγος, σκληρός, άγριος, επειδή αφενός ήμουν θρασύς, κυρίως όμως επειδή δεν μπορούσα να καταλάβω κι επειδή ένιωθα έναν θυμό που δεν έχει κοπάσει μέχρι σήμερα.
Θα μπορούσα να αποπάρω και κάποιον άλλο από την οικογένεια ή και εκτός οικογένειας. Μόνο που δεν ήξερα ποιον, κι όλα τα ξεσπάσματά μου είχαν σαν μοναδικό θύμα, τότε τουλάχιστον, την αθώα μητέρα μου. Δεν απαντούσε, σταύρωνε μόνο βουβά τα χέρια. Και μετά έβαζε τα κλάματα, χωρίς να βγάζει κουβέντα, σιγόκλαιγε, έκλαιγε με λυγμούς μπροστά στον επίδοξο δικαστή της. Και οι λυγμοί της δεν θα σταματήσουν ποτέ.
Η εσωτερική επιταγή για εκδίκηση, και στο φόντο μια τύψη, κινεί τον ήρωα στο πιο πρόσφατο έργο του Πέτερ Χάντκε, που κυκλοφόρησε λίγο μετά την απονομή του Νομπέλ Λογοτεχνίας 2019. Η περιπλάνησή του στον κόσμο συνεχίζεται με έναν καινούργιο σκοπό: να εκδικηθεί μια δημοσιογράφο που ζει κάπου εκεί κοντά. Σε άρθρο της πριν από χρόνια είχε προσβάλει την «αγία μητέρα» του αφηγητή υποστηρίζοντας ψευδώς ότι όταν η Αυστρία προσαρτήθηκε στο Τρίτο Ράιχ αυτή ζητωκραύγαζε τον Χίτλερ.
Όλα δείχνουν ότι η πολιτική βεβήλωση της μητρικής μνήμης οδηγεί τον γιο στον φόνο. Ή μήπως όχι; Μήπως είμαστε αφελείς, όπως οι μαθητές του Ιησού που πήραν κατά λέξη την προτροπή του να εξοπλιστούν με μια δεύτερη μάχαιρα ενόψει των παθών; Το σχετικό χωρίο του Λουκά δίνει εξάλλου και τον τίτλο του βιβλίου. Το ταξίδι του ήρωα εξελίσσεται σε οδοιπορικό στη σημερινή κοινωνία, γεμάτο υπαινιγμούς για τις ανθρώπινες σχέσεις, τη διαστροφή της πολιτικής και της δικαιοσύνης, τη νέα Ιερά Εξέταση του πολιτικά ορθού.
Ο Πέτερ Χάντκε γεννήθηκε το 1942 στην Καρινθία της Αυστρίας. Η μητέρα του ήταν σλοβενικής καταγωγής και ο πατέρας του Γερμανός στρατιώτης. Σπούδασε νομικά στο Γκρατς, αλλά διέκοψε τις σπουδές του το 1966, όταν δημοσίευσε το πρώτο του μυθιστόρημα με τίτλο Σφήκες. Την ίδια χρονιά ανέβηκε στη Φρανκφούρτη σε σκηνοθεσία Κλάους Πάιμαν το θρυλικό θεατρικό του Βρίζοντας το κοινό.
Χαλκέντερος συγγραφέας, ο Χάντκε δημοσίευσε έκτοτε δεκάδες μυθιστορήματα, νουβέλες και θεατρικά έργα και θεωρείται πια ένας από τους κλασικούς μοντέρνους του 20ού αιώνα. Μετέφρασε επίσης ξένους συγγραφείς στα γερμανικά, μεταξύ άλλων τραγωδίες του Αισχύλου, του Σοφοκλή και του Ευριπίδη. Έχει τιμηθεί με πολλά διεθνή βραβεία. Το 2019 του απονεμήθηκε το Νόμπελ Λογοτεχνίας.
Από την Εστία, σε μετάφραση Σπύρου Μοσκόβου, κυκλοφορεί η νουβέλα Η μεγάλη πτώση και η αφήγηση Ανέμελη δυστυχία. Ακολουθεί η σειρά των πέντε μέχρι σήμερα δοκιμίων του Χάντκε: Περί κοπώσεως, Για το τζουκμπόξ, Περί επιτυχημένης μέρας, Για το αποχωρητήριο, Για τον μανιταρομανή.