Μεταπολεμική ποίηση, πολιτική ποίηση και δημιουργική πρόσληψη της καλβικής ποίησης είναι οι τρεις άξονες που ενορχηστρώνουν τα περιεχόμενα αυτού του βιβλίου. Επαναπροσεγγίζοντας τον Κάλβο και τοποθετώντας τον στο ιστορικό του περιβάλλον, την Ευρώπη του 19ου αιώνα, η συγγραφέας τον εντάσσει στους «ήρωες» αυτού του βιβλίου, με τη συμφωνία να μείνει ένας «βουβός συνομιλητής» των έξι μεγάλων ποιητών.
Ακολουθώντας μια «γενετική» προσέγγιση της μεταπολεμικής πολιτικής ποίησης –διαφορετική αλλά και συμπληρωματική προς την παραδοσιακή, που οργανώνει την περιοχή αυτή ως ειδολογική κατηγορία– ενδιαφέρεται περισσότερο για τη σκιαγράφηση των συνθηκών μέσα στις οποίες διαμορφώθηκε η εν λόγω ποίηση και τη μελέτη των διαδοχικών σταδίων που πέρασε μέχρι να συγκροτηθεί ως ιδιαίτερη κατηγορία. Έτσι δεν μελετά μεταπολεμικούς ποιητές, αλλά ποιήματα που επιτρέπουν να παρακολουθήσουμε τη διαχείριση του τέλους ενός πολέμου, έως ότου χτιστεί, εν προόδω, ο μεταπολεμικός ποιητικός χαρακτήρας.
Στις σελίδες αυτού του βιβλίου ο Καρυωτάκης συστήνεται ως πρόγονος της μεταπολεμικής ποίησης και ο Σεφέρης ως ιδρυτής της. Η συμβολή τους σε μια τέτοια ποιητική κατηγορία έχει μείνει σε μεγάλο βαθμό αδιερεύνητη, καθώς κανείς από τους δύο δεν ανήκει βιολογικά στις λίστες με τους ποιητές της πρώτης και της δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς. Ο εξαρχής αρνητικός χαρακτήρας της μεταπολεμικής ποίησης παρουσιάζει ολοένα και μεγαλύτερη πολυσημία στην τελευταία φάση που παρακολουθεί το βιβλίο, φαινόμενο που σχετίζεται με την υποχώρηση του αριστερού οράματος. Κι αν ο Ρίτσος αποτελεί μοιραία μέρος μιας τέτοιας διερεύνησης, στο κέντρο της, υπό το φως θεωρητικών στοχασμών όπως του Τέοντορ Αντόρνο, δεν θα μπορούσε να βρεθεί άλλος από τον πιο εμβληματικό εκφραστή της αμφιβολίας, τον αιρετικό Βύρωνα Λεοντάρη.